διαμαρτυρέω
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
as Att. law-term,
A use an obstructive plea (διαμαρτυρία), πρός τινα D.44.27.
2 c. inf., affirm by an obstructive plea that.., δ. μὴ ἐπίδικον… τὸν κλῆρον εἶναι Is.3.3, cf. D.44.48:—Pass., aor. διεμαρτυρήθην, to be affirmed in a an obstructive plea to be so and so, διεμαρτυρήθη μὴ Πλαταιεὺς εἶναι Lys.23.13, cf. Is.3.5; τὰ διαμαρτυρηθέντα Isoc.18.15.
3 Med., testify against, τὰ πραττόμενα J.AJ9.8.3.
4 attest, διαμαρτυρουμένην τὴν παρὰ τῶν θεῶν εὐμένειαν Inscr.Prien.108.20, 110.15 (ii B.C.).
Spanish (DGE)
I jur. en Atenas
1 presentar una διαμαρτυρία, e.d. interponer una protesta con testigos en los pleitos por el reparto de herencias πρὸς ἡμᾶς D.44.27
•c. ac. int. ὁ μάρτυς διεμαρτύρησέ τ' ἀληθῆ Is.2.2
•abs. Din.Fr.55.2
•c. ὡς: ἐχρῆν δ., ὡς οὐ κύριος ἦν ὑὸν τόνδε ποιήσασθαι Is.6.52, cf. Harp.s.u. διαμαρτυρία
•part. pas. subst. τὰ διαμαρτυρούμενα lo manifestado en la protesta por medio de testigos D.44.56, τὰ διαμεμαρτυρημένα D.44.6, 51
•presentar una διαμαρτυρία gener., presentar un testimonio en otros pleitos, en v. pas. διεμαρτυρήθη μὴ Πλαταιεὺς εἶναι se presentó el testimonio de que no era plateense Lys.23.13
•part. pas. neutr. plu. subst. τὰ διαμαρτυρηθέντα lo manifestado por medio de testigos Isoc.18.15.
2 asegurar interponiendo una protesta con testigos c. inf. ἐτόλμησε διαμαρτυρῆσαι μὴ ἐπίδικον ... τὸν ... κλῆρον εἶναι Is.3.3, cf. 5.16, διαμεμαρτύρηκεν τοὺς οὐκ ὄντας εἶναι D.44.48, en v. pas. ἡ διαμαρτυρηθεῖσα γνησία θυγάτηρ εἶναι Is.3.5.
II gener.
1 afirmar, atestiguar en v. pas. διαμαρτυρουμένην ἔσχεν τὴν ἀπὸ τῶν πρασσομένων χάριν tenía sobrados testimonios de reconocimiento por sus acciones, IClaros 1.P.3.39 (II a.C.), διαμαρτυρουμένην ἐσχηκὼς ... τὴν παρὰ τῶν θεῶν εὐμένειαν IPr.108.20 (II a.C.).
2 en v. med. atestiguar en contra, dar fe contra c. ac. ὁ θεὸς ... πέμπει τοὺς προφήτας διαμαρτυρησομένους ... τὰ πραττόμενα Dios envió a los profetas para que dieran fe contra lo que estaban haciendo I.AI 9.167, abs. γέγραφα διαμαρτυρούμενος ὑμῖν Wilcken Chr.297.6 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 589] Zeuge sein, im ait. Recht, eurweder kür den Kläger, um zu beweisen, daß die Einführung einer Klage zulässig sei, od. für den Beklagten, um darzuthun, daß sie es nicht sei, Dem. 44, 27. 48; u. pass., Lys. 23, 13; Is. 3, 3, 5. Auch = solche Zeugen aufstellen, Din. bei Harpocr.
French (Bailly abrégé)
διαμαρτυρῶ :
témoigner en faveur de qqn (accusateur ou accusé) ; Pass. être l'objet d'un témoignage favorable ; τὰ διαμαρτυρηθέντα ISOCR les protestations produites.
Étymologie: διά, μαρτυρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μαρτυρέω jur. een protest indienen; pass., NcI:. διεμαρτυρήθη μὴ Πλαταιεὺς εἶναι er werd (bij vooronderzoek) een protest over hem ingediend dat hij geen inwoner van Plataeae was Lys. 23.13.
Russian (Dvoretsky)
διαμαρτῠρέω: давать свидетельские показания, свидетельствовать Isae., Dem.: διεμαρτυρήθη μὴ Πλαταιεὺς εἶναι Lys. было подтверждено свидетелем, что он не платейский гражданин; τὰ διαμαρτυρηθέντα Isocr. свидетельские показания.
Greek Monotonic
διαμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
1. ως Αττ. νομικός όρος, μεταχειρίζομαι μια διαμαρτυρία (βλ. αυτ.), σε Δημ.
2. με απαρ., επιβεβαιώνω μέσω μιας διαμαρτυρίας ότι ένα πράγμα είναι, με αιτ. πράγμ. και απαρ., στον ίδ. — Παθ., τὰ διαμαρτυρηθέντα, τα πράγματα που έχουν βεβαιωθεί με αυτό τον τρόπο, σε Ισοκρ.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαρτῠρέω: ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, μεταχειρίζομαι διαμαρτυρίαν (ὃ ἴδε), Δημ. 1088, ἐν τέλ. 2) μετ᾽ ἀπαρ., βεβαιῶ διὰ διαμαρτυρίας, ὅτι..., δ. μὴ ἐπίδικον τὴν δίκην εἶναι Ἰσαῖ. 38. 11, πρβλ. Δημ. 1095. 1. - Παθ., ἀόρ. διεμαρτυρήθη, ἐβεβαιώθη ἐν διαμαρτυρίᾳ ὅτι ἔχει οὕτω καὶ οὕτω τὸ πρᾶγμα, Λυσ. 167. 40, Ἰσαῖ. 42. 17· τὰ διαμαρτυρηθέντα Ἰσοκρ. 374Β. 3) ὁ Ἰώσηπ. Ι. Α. 9. 8, 3, ἔχει τὸ μέσ. ἐπὶ τῆς ἐννοίας, φέρω μαρτυρίαν ἐναντίον τινὸς πράγματος, τι.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. as Attic law-term, to use a διαμαρτυρία (q.v.), Dem.
2. c. inf. to affirm by a διαμαρτυρία that a thing is, c. acc. et inf., Dem.: Pass., τὰ διαμαρτυρηθέντα things so affirmed, Isocr.
Léxico de magia
astron. encontrarse en conjunción como testigo un astro con otro βέλτιον δ' ἐποίεις ἂν, ἑνὸς τῶν γʹ ἀστέρων τῶν ἀγαθοποιῶν ὄντος ἐν ἰδίῳ οἴκῳ, τὴν συναφὴν ἐπιλαμβανομένης τῆς σελήνης ἢ διαμαρτυρούσης ἢ κατὰ διάμετρον podrías hacerlo mejor si uno de los tres astros benéficos se encontrara en su propia casa, cuando la luna esté alcanzando la conjunción (con él) encontrándose como testigo o en oposición P XIII 1035