ἀμετανόητος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετανόητος''': -ον, = [[ἀμεταμέλητος]] I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87.
|lstext='''ἀμετανόητος''': -ον, = [[ἀμεταμέλητος]] I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne cause pas de regret;<br /><b>2</b> qui ne se repent pas.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μετανοέω]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετανόητος Medium diacritics: ἀμετανόητος Low diacritics: αμετανόητος Capitals: ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: ametanóētos Transliteration B: ametanoētos Transliteration C: ametanoitos Beta Code: a)metano/htos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀμεταμέλητος 1, Luc.Abd.11, Plot.6.7.26, Vett.Val.263.16, al.    II Act., unrepentant, Ep.Rom.2.5, Arr.Epict.25. Adv. -τως PStrassb.29 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 122] 1) ohne Sinnesänderung, unbußfertig, καρδία N. T. – 2) nicht zu bereuen, = βέβαιος, Luc Abd. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετανόητος: -ον, = ἀμεταμέλητος I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne cause pas de regret;
2 qui ne se repent pas.
Étymologie: ἀ, μετανοέω.