δυσχεραίνω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσχεραίνω''': παρατ. ἐδυσχέραινον Πλάτ. Θεαιτ. 169D· ἀόρ. ἐδυσχέρᾱνα Ἰσοκρ. 275Α· ([[δυσχερής]]). Δὲν [[δύναμαι]] νὰ [[ὑποφέρω]], νὰ ὑπομείνω τι, ἀηδίζομαι [[πρός]] τι, δυσαρεστοῦμαι ἔκ τινος, Λατ. aegre ferre, μετ’ αἰτ., Ἰσοκρ. 305C, Πλάτ. Θεαιτ. 195C, Δημ. 376. 18, κτλ.· δ. τὸ γενέσθαι τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 2· τὸ ἀδικεῖν Πλάτ. Πολ. 362Β· μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ.,δυσαρεστοῦμαι ὅτι πράττει τις, Αἰσχίν. 8. 27. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., [[αἰσθάνομαι]] δυσαρέσκειαν, ἀηδίαν ἢ στενοχωρίαν δυσαρεστοῦμαι, στενοχωροῦμαι, ὀργίζομαι, τινός, διά τι ἢ ἕνεκά τινος…, Πλάτ. Πολιτ. 294Α· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 28. 5· [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 475C· [[ὡσαύτως]], τινί, διά τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 1274. 24, κτλ.· ἐπί τινι Ἰσοκρ. 7C· [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 34· [[ὡσαύτως]], δ. ἑαυτῷ, [[εἶναι]] δυσαρεστημένος καθ’ [[ἑαυτοῦ]], Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 12. - Παθ., εἶμαι [[μισητός]], μισοῦμαι, [[ὄνομα]] δυσχεραινόμενον Πλούτ. Ποπλικ. 1. 3) μετ’ ἀπαρ., δὲν [[θέλω]], δυσαρεστοῦμαι νὰ πράξω τι, Πλατ. Πολ. 388Α. ΙΙ. μεταβατ., [[παρέχω]] στενοχωρίαν ἢ δυσαρεστῶ, ἀντίθετον [[τέρπω]]· ῥήματ. ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεραίναντ’ Σοφ. Ο. Κ. 1281· δ. τὴν ὁδόν, καθιστῶ τὴν ὁδὸν δύσκολον, Ἀππ. Ἰλλυρ. 18. - Παθ., εἶμαι [[δυσάρεστος]], [[δύσκολος]], Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 2., 30, 14. ΙΙΙ. δ. ἐν τοῖς λόγοις, [[φέρω]] δυσκολίας ἐν τῇ συζητήσει, εἶμαι δεξιὸς εἰς τὸ ἀνακαλύπτειν σφάλματα, Πλάτ. Γοργ. 450Ε.
|lstext='''δυσχεραίνω''': παρατ. ἐδυσχέραινον Πλάτ. Θεαιτ. 169D· ἀόρ. ἐδυσχέρᾱνα Ἰσοκρ. 275Α· ([[δυσχερής]]). Δὲν [[δύναμαι]] νὰ [[ὑποφέρω]], νὰ ὑπομείνω τι, ἀηδίζομαι [[πρός]] τι, δυσαρεστοῦμαι ἔκ τινος, Λατ. aegre ferre, μετ’ αἰτ., Ἰσοκρ. 305C, Πλάτ. Θεαιτ. 195C, Δημ. 376. 18, κτλ.· δ. τὸ γενέσθαι τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 2· τὸ ἀδικεῖν Πλάτ. Πολ. 362Β· μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ.,δυσαρεστοῦμαι ὅτι πράττει τις, Αἰσχίν. 8. 27. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., [[αἰσθάνομαι]] δυσαρέσκειαν, ἀηδίαν ἢ στενοχωρίαν δυσαρεστοῦμαι, στενοχωροῦμαι, ὀργίζομαι, τινός, διά τι ἢ ἕνεκά τινος…, Πλάτ. Πολιτ. 294Α· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 28. 5· [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 475C· [[ὡσαύτως]], τινί, διά τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 1274. 24, κτλ.· ἐπί τινι Ἰσοκρ. 7C· [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 34· [[ὡσαύτως]], δ. ἑαυτῷ, [[εἶναι]] δυσαρεστημένος καθ’ [[ἑαυτοῦ]], Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 12. - Παθ., εἶμαι [[μισητός]], μισοῦμαι, [[ὄνομα]] δυσχεραινόμενον Πλούτ. Ποπλικ. 1. 3) μετ’ ἀπαρ., δὲν [[θέλω]], δυσαρεστοῦμαι νὰ πράξω τι, Πλατ. Πολ. 388Α. ΙΙ. μεταβατ., [[παρέχω]] στενοχωρίαν ἢ δυσαρεστῶ, ἀντίθετον [[τέρπω]]· ῥήματ. ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεραίναντ’ Σοφ. Ο. Κ. 1281· δ. τὴν ὁδόν, καθιστῶ τὴν ὁδὸν δύσκολον, Ἀππ. Ἰλλυρ. 18. - Παθ., εἶμαι [[δυσάρεστος]], [[δύσκολος]], Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 2., 30, 14. ΙΙΙ. δ. ἐν τοῖς λόγοις, [[φέρω]] δυσκολίας ἐν τῇ συζητήσει, εἶμαι δεξιὸς εἰς τὸ ἀνακαλύπτειν σφάλματα, Πλάτ. Γοργ. 450Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δυσχερανῶ;<br /><b>1</b> supporter avec peine, acc. ; <i>Pass.</i> δυσχεραινόμενος ὑπὸ πολλῶν PLUT devenu insupportable à beaucoup;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être fâché, mécontent : τινι de qch;<br /><b>3</b> susciter des difficultés : ῥήματα δυσχεράναντα SOPH paroles qui ont fait de la peine.<br />'''Étymologie:''' [[δυσχερής]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχεραίνω Medium diacritics: δυσχεραίνω Low diacritics: δυσχεραίνω Capitals: ΔΥΣΧΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: dyscheraínō Transliteration B: dyscherainō Transliteration C: dyscheraino Beta Code: dusxerai/nw

English (LSJ)

impf.

   A ἐδυσχέραινον Pl.Tht.169d: aor. ἐδυσχέρᾱνα S.OC1282, Isoc.12.201: aor. Pass. ἐδυσχεράνθην Plu.2.820f: (δυσχερής):—to be unable to endure or put up with, to be disgusted at, c. acc., Isoc.14.46, Pl.Tht.195c, D.19.116, etc.; θεούς Pl.Lg.900a; δ. τὸ γενέσθαι τι X.HG7.4.2; τὸ ἀδικεῖν Pl.R.362b: c. acc. et part., to be annoyed at his doing, Aeschin.1.158.    2 mostly intr., feel dislike, disgust or annoyance, to be displeased, περί τινος And.3.35; τινί at a thing, D.55.11; ἐπί τινι Isoc.1.26; πρός τι D.H.Th.34, Plu. Pyrrh.21; κατά τινος Luc.Nav.10; also δ. ἑαυτῷ to have misgivings, Arist.Metaph.984a29:—Pass., to be hateful, ὄνομα δυσχεραινόμενον Plu.Publ.1; δ. ὑπὸ πολλῶν Id.Cic.24.    3 c. inf., scorn to do a thing, Pl.R.388a: c. acc., δ. τι τῶν λεχθέντων feel qualms about, Id.Plt.294a; ταῦτ' οὐκ ἐδυσχέραινεν felt no scruple about, Aeschin.1.54; to be fastidious, περὶ τὰ μαθήματα Pl.R.475b.    II causal, cause annoyance, ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεράναντ' S.OC1282; δ. τὴν ὁδόν make it difficult, App.Ill.18:—Pass., to be disagreeable, τοῖς ἀκούουσι Arist.Rh.Al.1432b19: abs., ib.1437a33.    III δ. ἐν τοῖς λόγοις to make difficulties in argument, to be captious, Pl.Grg. 450e.

German (Pape)

[Seite 690] (δυσχερής), 1) unwillig, unzufrieden sein od. werden; oft absolut, Isocr. 4, 12. 5, 24 u. a. Att.; τί, mit etwas, z. B. τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν Plat. Theaet. 195 c; τὸ πρᾶγμα Dem. 21, 86; bes. = Widerwillen gegen etwas haben, verwerfen, Ggstz ἀποδέχομαι; Plat. Polit. 294 a ἀποδέχει ἤ τι καὶ δυσχεραίνεις τῶν λεχθέντων; vgl. Men. 89 d; θεούς Legg. X, 900 a; auch Ggstz ἐνδέχομαι, VIII, 834 d, mit folgdm acc. c. inf., wie Xen. Hell. 7, 4, 2; Luc. nav. 15 auch c. partic., ἐδυσχέραινες ἡμᾶς συμπλέοντας, wie Aesch. 1, 158; dah. pass., τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα δυσχεραινόμενον, mit Unwillen vernommen, Plut. Poplic. 1; ὑπό τινος, gehaßt werden, Cic. 24; – περί τι, Plat. Rep. V, 475 c; ἐπί τινι, Isocr. 1, 26. 12, 201; Pol. 2, 8, 9 u. öfter, u. so gew. bei Folgenden; auch τινί, Dem. 55, 11; ἐν τοῖς λόγοις Plat. Gorg. 450 e, Schwierigkeiten beim Disputiren machen, trügerische Kunstgriffe anwenden; κατά τινος, Luc. navig. 10; πρός τι, D. Hal. Iud. Thuc. 34, 5; Plut. Pyrrh. 21 T. Graech. 13; – δυσχεραντέον, εἰ Plat. Legg. IX, 859 b. – 2) Unwillen erregen; ῥήματα ἢ τέρψαντα ἢ δυσχεράναντα, bittere Worte, Soph. O. C. 1284; auch τὴν ὁδὸν δένδρα κόπτοντες, schwierig machen, App. Illyr. 18.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχεραίνω: παρατ. ἐδυσχέραινον Πλάτ. Θεαιτ. 169D· ἀόρ. ἐδυσχέρᾱνα Ἰσοκρ. 275Α· (δυσχερής). Δὲν δύναμαι νὰ ὑποφέρω, νὰ ὑπομείνω τι, ἀηδίζομαι πρός τι, δυσαρεστοῦμαι ἔκ τινος, Λατ. aegre ferre, μετ’ αἰτ., Ἰσοκρ. 305C, Πλάτ. Θεαιτ. 195C, Δημ. 376. 18, κτλ.· δ. τὸ γενέσθαι τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 2· τὸ ἀδικεῖν Πλάτ. Πολ. 362Β· μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ.,δυσαρεστοῦμαι ὅτι πράττει τις, Αἰσχίν. 8. 27. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., αἰσθάνομαι δυσαρέσκειαν, ἀηδίαν ἢ στενοχωρίαν δυσαρεστοῦμαι, στενοχωροῦμαι, ὀργίζομαι, τινός, διά τι ἢ ἕνεκά τινος…, Πλάτ. Πολιτ. 294Α· περί τινος Ἀνδοκ. 28. 5· περί τι Πλάτ. Πολ. 475C· ὡσαύτως, τινί, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1274. 24, κτλ.· ἐπί τινι Ἰσοκρ. 7C· πρός τι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 34· ὡσαύτως, δ. ἑαυτῷ, εἶναι δυσαρεστημένος καθ’ ἑαυτοῦ, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 12. - Παθ., εἶμαι μισητός, μισοῦμαι, ὄνομα δυσχεραινόμενον Πλούτ. Ποπλικ. 1. 3) μετ’ ἀπαρ., δὲν θέλω, δυσαρεστοῦμαι νὰ πράξω τι, Πλατ. Πολ. 388Α. ΙΙ. μεταβατ., παρέχω στενοχωρίαν ἢ δυσαρεστῶ, ἀντίθετον τέρπω· ῥήματ. ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεραίναντ’ Σοφ. Ο. Κ. 1281· δ. τὴν ὁδόν, καθιστῶ τὴν ὁδὸν δύσκολον, Ἀππ. Ἰλλυρ. 18. - Παθ., εἶμαι δυσάρεστος, δύσκολος, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 2., 30, 14. ΙΙΙ. δ. ἐν τοῖς λόγοις, φέρω δυσκολίας ἐν τῇ συζητήσει, εἶμαι δεξιὸς εἰς τὸ ἀνακαλύπτειν σφάλματα, Πλάτ. Γοργ. 450Ε.

French (Bailly abrégé)

f. δυσχερανῶ;
1 supporter avec peine, acc. ; Pass. δυσχεραινόμενος ὑπὸ πολλῶν PLUT devenu insupportable à beaucoup;
2 intr. être fâché, mécontent : τινι de qch;
3 susciter des difficultés : ῥήματα δυσχεράναντα SOPH paroles qui ont fait de la peine.
Étymologie: δυσχερής.