πυός: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πῦος]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πῦος]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />το πρώτο [[γάλα]] γυναίκας ή ζώου [[μετά]] τον τοκετό, το [[πρωτόγαλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. [[πυός]] συνδέεται με τη λ. [[πύον]] (<b>βλ. λ.</b> [[πύθω]]), εφόσον ο τ. αποδίδει την [[ιδιότητα]] του ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>śara</i>-«ξινή [[σάλτσα]]» και <i>śaras</i>- «[[κρούστα]] γάλακτος»). Παράλληλα με τον τ. [[πυός]] μαρτυρούνται με την [[ίδια]] σημ. και οι τ. [[πῦαρ]] (<b>πρβλ.</b> [[πῖαρ]], <i>ἔαρ</i>) και [[πύας]] (που έχει προταθεί η [[διόρθωση]] του σε [[πῦαρ]])].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡός Medium diacritics: πυός Low diacritics: πυός Capitals: ΠΥΟΣ
Transliteration A: pyós Transliteration B: pyos Transliteration C: pyos Beta Code: puo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A first milk after the birth, whether of women or cattle (beestings), Cratin.142, Pherecr.108.19, Ar.V.710, Pax1150, Fr.318.5, Fr.16 D. [ῡ Ar., but πῠον Emp. (v. supr.); on the accent cf. Hdn. Gr.1.111.]

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, = πυρός, v. l. bei Hom. Od. 18, 368.

Greek (Liddell-Scott)

πῡός: ὁ, τὸ πρῶτον γάλα μετὰ τὸν τοκετόν, Λατ. colostrum, colostra, εἴτε γυναικῶν εἴτε ζῴων (τὸ τῶν γυναικῶν καλεῖται πρωτόγαλα ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ)· τὸ τῶν ἀμελγομένων ζῴων μεγάλως ἐτιμᾶτο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὡς τροφὴ περιζήτητος, Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ., Κρατῖν. ἐν «’Οδυσσεῦσιν» 4, κτλ.· πρβλ. πῦαρ, πυετία, πυτία, πυριάτη. [Ὁ Δράκων ἔγγραψε πῦος, ἀλλὰ πλημμελῶς, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 710, Εἰρ. 1150, Ἀποσπ. 302, 476· ἀλλ’ οὔτε ὁ τονισμὸς πύος εἶναι δυνατὸς ἐπειδὴ τὸ υ εἶναι μακρόν, Ἀριστοφ. Σφ. 710, Ἀποσπ. 302].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. πῦος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. πυός συνδέεται με τη λ. πύον (βλ. λ. πύθω), εφόσον ο τ. αποδίδει την ιδιότητα του ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (πρβλ. αρχ. ινδ. śara-«ξινή σάλτσα» και śaras- «κρούστα γάλακτος»). Παράλληλα με τον τ. πυός μαρτυρούνται με την ίδια σημ. και οι τ. πῦαρ (πρβλ. πῖαρ, ἔαρ) και πύας (που έχει προταθεί η διόρθωση του σε πῦαρ)].