ἐπιστολιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />promis par une lettre, <i>càd</i> qui n’existe que sur le papier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστολή]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />promis par une lettre, <i>càd</i> qui n’existe que sur le papier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστολή]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που έχει γραφεί σε [[μορφή]] ή με [[διατύπωση]] επιστολής («επιστολιμαία [[διατριβή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δυνάμεις ἐπιστολιμαῑαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με [[ψηφοφορία]] να σταλούν και η [[απόφαση]] έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη [[επιστολή]] στους ενδιαφερομένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιστολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κλοπιμαίος]], [[υποβολιμαίος]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολῐμαῖος Medium diacritics: ἐπιστολιμαῖος Low diacritics: επιστολιμαίος Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: epistolimaîos Transliteration B: epistolimaios Transliteration C: epistolimaios Beta Code: e)pistolimai=os

English (LSJ)

ον,

   A in or of letters, συνουσίαι Philostr. VA4.46; ξυμβουλίαι ib.7.8; γράμματα Ph.2.533; δυνάμεις ἐ. forces promised by letter and decreed, but never sent, paper-armies, D.4.19.

German (Pape)

[Seite 985] im Briefe enthalten, brieflich, schriftlich, δυνάμεις, Kriegsmacht, die nur auf dem Papiere steht, nur in Briefen verheißen, nie geschickt wird, Dem. 4, 19; vgl. B. A. 253, 16. Oefter bei Sp., auch 3 Endgn, vgl. Lob. zu Phryn. p. 559.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολιμαῖος: -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, ἐπιστολικός, συνουσία Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ μηδέποτε σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
promis par une lettre, càd qui n’existe que sur le papier.
Étymologie: ἐπιστολή.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῑος, -α, -ον)
αυτός που έχει γραφεί σε μορφή ή με διατύπωση επιστολής («επιστολιμαία διατριβή»)
αρχ.
φρ. «δυνάμεις ἐπιστολιμαῑαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με ψηφοφορία να σταλούν και η απόφαση έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη επιστολή στους ενδιαφερομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -μαίος (πρβλ. κλοπιμαίος, υποβολιμαίος.