Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥόδεος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de rose.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]].
|btext=α, ον :<br />de rose.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της οικογένειας κυπρινίδες, που [[είναι]] γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο [[οποίος]] συνίσταται στην [[τοποθέτηση]] τών αβγών τους, με τη [[βοήθεια]] ειδικού ωαποθέτη του θηλυκού, στη βραγχιακή [[κοιλότητα]] δίθυρων [[μαλακίων]], λ.χ. τών μυδιών, όπου «εκκολάπτονται» και τα νεογέννητα άτομα εξέρχονται από [[εκεί]] [[μετά]] από έναν [[μήνα]].———————— <b>(II)</b><br />([[ῥόδεος]]) -έα, -ον και [[ῥόδειος]], -ον, Α [[ῥόδον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[ρόδο]] ή προέρχεται από αυτό (α. «ῥόδεα ἄνθεα», Ίβυκ.<br />β. «εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων», <b>Ευρ.</b><br />γ. ῥόδεον [[λίπος]]», Νίκανδρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[ρόδο]], [[ροδοειδής]] (α. «ροδέας σταφυλῆς ἀποσπάδιον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «ρόδεοι μαζοί», <b>Νόνν.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόδεος Medium diacritics: ῥόδεος Low diacritics: ρόδεος Capitals: ΡΟΔΕΟΣ
Transliteration A: rhódeos Transliteration B: rhodeos Transliteration C: rodeos Beta Code: r(o/deos

English (LSJ)

α, ον,

   A of roses, ἄνθεα, πέταλα, Ibyc.5, E.Med.841 (lyr.), Hel.244 (lyr.); λίπος Nic.Al. 155.    II like a rose, rosy, σταφυλή AP6.102 (Phil.); μαζοί Nonn.D. 9.296.

German (Pape)

[Seite 846] rosig; ἄνθη, Eur. Med. 841; πέταλα, Hel. 251; ῥοδέα κάλυξ, Ep. ad. 20 (XII, 40); u. öfter bei sp. D., wie Nonn. D. 9, 295; rosenfarbig, wie Rosen duftend, aus Rosen gemacht, λίπος Nic. Al. 155, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόδεος: -α, -ον, ὁ ἐκ ῥόδων, εἰς ῥόδα ἀνήκων, ἄνθεα, πέταλα Ἴβυκος 4, Εὐρ. Ἑλ. 245· ἄνθη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 841 λίπος Νικ. Ἀλεξιφ. 155. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ῥόδον, σταφυλή Ἀνθ. Π. 6. 102· μαζοὶ Νόνν. Δ. 9. 296.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de rose.
Étymologie: ῥόδον.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
ζωολ.
γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη βοήθεια ειδικού ωαποθέτη του θηλυκού, στη βραγχιακή κοιλότητα δίθυρων μαλακίων, λ.χ. τών μυδιών, όπου «εκκολάπτονται» και τα νεογέννητα άτομα εξέρχονται από εκεί μετά από έναν μήνα.———————— (II)
(ῥόδεος) -έα, -ον και ῥόδειος, -ον, Α ῥόδον
1. αυτός που ανήκει στο ρόδο ή προέρχεται από αυτό (α. «ῥόδεα ἄνθεα», Ίβυκ.
β. «εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων», Ευρ.
γ. ῥόδεον λίπος», Νίκανδρ.)
2. αυτός που μοιάζει με ρόδο, ροδοειδής (α. «ροδέας σταφυλῆς ἀποσπάδιον», Ανθ. Παλ.
β. «ρόδεοι μαζοί», Νόνν.).