κατόρθωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />heureux succès, réussite.<br />'''Étymologie:''' [[κατορθόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />heureux succès, réussite.<br />'''Étymologie:''' [[κατορθόω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατόρθωσις]], -ώσεως, η (ΑΜ) [[κατορθώ]]<br />[[επιτυχής]] [[εκτέλεση]], [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]] («ἡ γὰρ τῶν [[πέλας]] [[ἀπειρία]] μέγιστον [[ἐφόδιον]] γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη [[θέση]] του, [[ανάταξη]]<br /><b>2.</b> [[εδραίωση]], [[στερέωση]] («[[δικαιοσύνη]] καὶ κρῑμα [[κατόρθωσις]] τοῡ θρόνου αὐτοῡ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[βελτίωση]], [[ανόρθωση]] («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η τέλεια [[εκτέλεση]] του καθήκοντος.
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόρθωσις Medium diacritics: κατόρθωσις Low diacritics: κατόρθωσις Capitals: ΚΑΤΟΡΘΩΣΙΣ
Transliteration A: katórthōsis Transliteration B: katorthōsis Transliteration C: katorthosis Beta Code: kato/rqwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A setting straight, of a fractured bone, Hp.Fract. 26 (pl.), Art.71.    2 setting up, τοῦ θρόνου LXX Ps.96(97).2.    II successful accomplishment of a thing, success, Arist.Rh.1380b4, Plb. 9.19.4: in pl., successes, Id.39.7.7.    2 setting right, reform, amendment, τῆς πολιτείας Id.3.30.2; τῶν πραγμάτων Id.2.53.3.    3 as philos. term, right action, = foreg. 2, Chrysipp.Stoic.3.21 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, das Gerade-, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων κατόρθωσις Pol. 2, 53, 3; κατόρθωσιν ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = κατόρθωμα, Cic. de fin. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

κατόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωσις, ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, ἐπιτυχία (πρβλ. κατόρθωμα), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) διόρθωσις, ἀναμόρφωσις, βελτίωσις, κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ ἐνέργεια, Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
heureux succès, réussite.
Étymologie: κατορθόω.

Greek Monolingual

κατόρθωσις, -ώσεως, η (ΑΜ) κατορθώ
επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη
2. εδραίωση, στερέωσηδικαιοσύνη καὶ κρῑμα κατόρθωσις τοῡ θρόνου αὐτοῡ», ΠΔ)
3. βελτίωση, ανόρθωση («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», Πολ.)
4. (φιλοσ.) η τέλεια εκτέλεση του καθήκοντος.