δράσσομαι: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> [[δράξομαι]], <i>ao.</i> ἐδραξάμην, <i>pf.</i> [[δέδραγμαι]];<br />prendre avec la main, prendre : τινος, qch ; <i>rar. avec l’acc.</i><br />'''Étymologie:''' [[δράξ]]. | |btext=<i>f.</i> [[δράξομαι]], <i>ao.</i> ἐδραξάμην, <i>pf.</i> [[δέδραγμαι]];<br />prendre avec la main, prendre : τινος, qch ; <i>rar. avec l’acc.</i><br />'''Étymologie:''' [[δράξ]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=perf. [[part]]. [[δεδραγμένος]]: [[grasp]] [[with]] the [[hand]], Il. 13.393 and Il. 16.486. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
Att. δράττομαι, Hdt.3.13; impf.
A ἐδραττόμην Ar.Ra. 545: fut. δράξομαι APl.4.275.10 (Posidipp.), LXXNu.5.26: aor. ἐδραξάμην Pl.Ly.209e, etc.: pf. δέδραγμαι, 2 pers. δέδραξαι E.Tr.750, part. δεδραγμένος Il.13.393:—the Act., δράσσω only in Poll.3.155, EM285.43, prob. in PLond.3.1170v113 (iii A. D.), cf. δράξαι· κρατῆσαι, Hsch.: (cf. δράξ, δράγμα, δραχμή):—grasp with the hand, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης clutching handfuls of gory dust, Il. l. c.: metaph., ἐλπίδος δεδραγμένος S.Ant.235 (vv. ll. πεπρ-, πεφρ-), cf. Plb.36.15.7; δραξάμενοι τῶν ἁλῶν taking a handful of salt, Pl. l. c., etc. 2 lay hold of, τί μου δέδραξαι χερσί; E.Tr.750; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theoc.24.28, cf. 25.145, POxy.1298.10 (iv A. D.): metaph., δράξασθαι καιροῦ D.S.12.67; μείζονος οἴκου (i.e. by marriage), Call.Epigr.1.14; μεγάλης ἀπήνης AP 11.238 (Demod.); τᾶς κραδίας Theoc.30.9; [ὧν χρ]ὴ δράξασθαι τὸ στόμα sounds the mouth has to grip, i.e. make, dub. in Phld.Po. 2.41. II c. acc., take by handfuls, ταύτας [τὰς μνέας] δ. Hdt.3.13; also, catch, τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1 Ep.Cor.3.20.
Greek (Liddell-Scott)
δράσσομαι: Ἀττ. δράττομαι, Ἡρόδ. 3. 13, Ἀριστοφ. Βάτρ. 545· μέλλ. δράξομαι Ἀνθ. Πλαν. 275, Ἑβδ.· ἀόρ. ἐδραξάμην Πλάτ., πρκμ. δέδραγμαι ἢ δέδαργμαι, β΄ πρόσ. δέδαρξαι Εὐρ. Τρῳ. 745, μετοχ. δεδραγμένος Ὅμ.· - τὸ ἐνεργ. δράσσω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ΄, 155· (πρβλ. δράξ, δράγμα, δραχμή)· ἀποθ. Λαμβάνω ἢ συλλαμβάνω διὰ τῆς χειρός, πιάνω σφικτά· μετὰ γεν. πράγματος κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης, πιάνων σφικτὰ διὰ τῶν χειρῶν τὴν πλήρη αἵματος κόνιν, Ἰλ. Ν. 393, ΙΙ. 486· οὕτω (μεταφ.), ἐλπίδος δεδραγμένος Σοφ. Ἀντ. 235 (ἀλλ’ ἴδε φράσσω Ι). δράξασθαι τῶν ἁλῶν, λαμβάνω δράκα, μίαν «φούχταν» ἅλατος, Πλάτ. Λυσ. 209Ε, κτλ. 2) καταλαμβάνω, πιάνω, συλλαμβάνω, τί μου δέδαρξαι χερσί; Εὐρ. Τρῳ. 745· δραξάμενος φάρυγος, συλλαβὼν αὐτοὺς ἐκ τοῦ λάρυγγος, Θεόκρ. 24. 28, πρβλ. 25. 145· - μεταφ., δράξασθαι καιροῦ Διόδ. 12. 67· μείζονος οἴκου (ἐνν. δι’ ἐπιγαμίας), Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 14, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11. 238. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω τι «μὲ τὲς φοῦχτες», ταύτας [τὰς μνέας] δρ. Ἡρόδ. 3. 13· κόνιν δραγμοῖσι δεδραγμένοι Κόϊντ. Σμ. 1. 350.
French (Bailly abrégé)
f. δράξομαι, ao. ἐδραξάμην, pf. δέδραγμαι;
prendre avec la main, prendre : τινος, qch ; rar. avec l’acc.
Étymologie: δράξ.
English (Autenrieth)
perf. part. δεδραγμένος: grasp with the hand, Il. 13.393 and Il. 16.486.