ἀναξηραντικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(Bailly1_1)
(big3_4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναξηραίνω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναξηραίνω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[desecativo]], [[secante]] (νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντική Dsc.1.7, μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματος Crito en Gal.12.488, τῆς πικρότητος ... [[δύναμις]] ἀ. Plu.2.624d.
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξηραντικός Medium diacritics: ἀναξηραντικός Low diacritics: αναξηραντικός Capitals: ΑΝΑΞΗΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anaxērantikós Transliteration B: anaxērantikos Transliteration C: anaksirantikos Beta Code: a)nachrantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for drying, Dsc.1.7, Crito ap.Gal.12.488, Plu.2.624d.

German (Pape)

[Seite 200] austrocknend, δύναμις Plut. Symp. 1, 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἀναξηραίνων, ὁ προξενῶν ἀναξήρανσιν Πλούτ. 2. 624 D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à dessécher.
Étymologie: ἀναξηραίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
desecativo, secante (νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντική Dsc.1.7, μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματος Crito en Gal.12.488, τῆς πικρότητος ... δύναμις ἀ. Plu.2.624d.