καθυφίημι: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> καθυφήσω, <i>ao.</i> καθυφῆκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> céder par-dessous, <i>càd</i> par une transaction frauduleuse;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> céder, abandonner, renoncer à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθυφίεμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> transiger frauduleusement, prévariquer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se laisser aller, <i>d’où</i><br /><b>1</b> céder : τινι à qqn;<br /><b>2</b> traiter négligemment <i>en parl. d’un médecin</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑφίημι]]. | |btext=<i>f.</i> καθυφήσω, <i>ao.</i> καθυφῆκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> céder par-dessous, <i>càd</i> par une transaction frauduleuse;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> céder, abandonner, renoncer à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθυφίεμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> transiger frauduleusement, prévariquer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se laisser aller, <i>d’où</i><br /><b>1</b> céder : τινι à qqn;<br /><b>2</b> traiter négligemment <i>en parl. d’un médecin</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑφίημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθυφίημι]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υφίημι]])<br /><b>1.</b> [[παραμελώ]] με δόλιο τρόπο, [[προδίδω]] («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συνηγόρους ή κατηγόρους) [[συνεννοούμαι]] [[κρυφά]] για να κερδίσει ο [[αντίδικος]], [[καταπροδίδω]] τη [[δίκη]], [[διεξάγω]] [[δίκη]] με δόλιο τρόπο («πεισθεὶς ὁπόσῳ [[δήποτε]] ἀργυρίῳ, καθυφεὶς τὸν ἀγῶνα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> αποσύρομαι, [[εγκαταλείπω]], και ειδικά [[εγκαταλείπω]] τη [[δίκη]]<br /><b>4.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] («ἐντόνως ἔλεγον ὡς οὐ [[χρείη]] καθυφίεσθαι τοῖς ἐν Πειραιεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (για γιατρό) [[θεραπεύω]] αμελώς, [[χωρίς]] [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑφι</i>-[[ίημι]] «[[εγκαταλείπω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
A give up, surrender treacherously, [καιρὸν] ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ D.19.6, cf. 16.18, al.; τὰ τῆς πόλεως Id.58.6, cf. Luc.Prom.5; esp. in a lawsuit, κ. τὸν ἀγῶνα conduct it collusively, compromise it, D.21.151; οὐ μόνον τῷ μὴ καθυφεῖναι ταῦτα σεμνύνομαι Id.18.107: abs., καθυφέντων τῶν κατηγόρων when they let the action drop, Id.23.96. II Med., καθυφίεσθαί τινι give way, yield, c. dat. pers., X.HG2.4.23; ἔν τινι slacken, ἐν μάχαις Polyaen.8.24.1: abs., Luc.Abd.7. 2 Med., with pf. Pass., used trans. like the Act., εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων D. 3.8; καθυφεῖντο ἑαυτούς Plb.3.60.4; ἐπ' ἀργυρίῳ τὸ τίμημα καθυφειμένος Plu.Cic.8; οὐδὲν . . καθυφηκάμην J.BJ2.16.4; -ίενται τὴν τοῦ ἑνὸς τιμήν Ph.2.220.
German (Pape)
[Seite 1290] (s. ἵημι), nachlassen, preisgeben, verrathen; ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ τὸν καιρόν Dem. 19, 6; wie praevaricari, als Sachwalter so treulos zu Werke gehen, daß man dem Gegner den Vortheil in die Hände spielt, πεισθεὶς ἀργυρίῳ καθυφεὶς τὸν ἀγῶνα 21, 39, vgl. 18, 107; von dem Proceß abstehen, ihn fallen lassen, ἀπαλλαγῆναι καὶ καθυφεῖναι τὸν ἀγῶνα 21, 151, vgl. 23, 96; μηδὲ καθυφῇς τι τῶν δικαίων τοῦ πατρός Luc. Prom. 5; – καθυφῆκεν τὴν προῖκα τῆς ἀδελφῆς Dem. 29, 35. – Med. nachgeben, ὡς οὐ χρὴ καθυφίεσθαι τοῖς ἐν Πειραιεῖ Xen. Hell. 2, 4, 22; feig nachgeben, preisgeben, εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων Dem. 3, 8; καθυφεῖντο ἑαυτούς Pol. 3, 60, 4; von feigen Soldaten Polyaen. 8, 24, 1 καθυφιεμένους ἐν ταῖς μάχαις.
Greek (Liddell-Scott)
καθυφίημι: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ὑφίημι, ἀφίνω, παραμελῶ δολίως, καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ Δημ. 343. 3, πρβλ. 206. 17., 854. 29, Λουκ. Προμ. 5: - ἰδίως ἐν δίκῃ, καθ. τὸν ἀγῶνα, δολίως διεξάγω, διακινδυνεύω τὴν δίκην, Λατ. praevaricari, Δημ. 563. 20· οὐ τῷ μὴ καθυφιέναι ταῦτα σεμνύνομαι ὁ αὐτ. 262. 12· ἀπολ., καθυφέντων τῶν κατηγόρων, ἐγκαταλιπόντων τὴν ἀγωγήν, ὁ αὐτ. 652. 22: - ὡσαύτως ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλ. 287. ΙΙ. Μέσ., καθυφίεσθαί τινι, ὑποχωρεῖν, Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 23· καθυφίεσθαι ἔν τινι, γίνεσθαι νωθρόν, ἀμελεῖν, π.χ. ἐν μάχαις, Πολύαιν. 8. 24, 1, πρβλ. Λουκ. ἐν Ἀποκηρυττ. 7. 2) εὑρίσκομεν ὡσαύτως τὸ μέσ. μετὰ παθ. πρκμ., ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργείας ὡς τὸ ἐνεργ., εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων Δημ. 30. 25· καθυφίεσθαι ἑαυτὸν Πολύβ. 3. 60, 4· ἐπ’ ἀργυρίῳ τὸ τίμημα καθυφειμένος Πλουτ. Κικ. 8· οὐδέν... καθυφηκάμην Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 16, 4· ἐπὶ ἰατροῦ, ἀμελῶς θεραπεύω, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 7.
French (Bailly abrégé)
f. καθυφήσω, ao. καθυφῆκα, etc.
1 céder par-dessous, càd par une transaction frauduleuse;
2 p. ext. céder, abandonner, renoncer à, acc.;
Moy. καθυφίεμαι;
I. tr. transiger frauduleusement, prévariquer;
II. intr. se laisser aller, d’où
1 céder : τινι à qqn;
2 traiter négligemment en parl. d’un médecin.
Étymologie: κατά, ὑφίημι.
Greek Monolingual
καθυφίημι (Α)
(επιτατ. του υφίημι)
1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.)
2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με δόλιο τρόπο («πεισθεὶς ὁπόσῳ δήποτε ἀργυρίῳ, καθυφεὶς τὸν ἀγῶνα», Δημοσθ.)
3. αποσύρομαι, εγκαταλείπω, και ειδικά εγκαταλείπω τη δίκη
4. υποχωρώ, ενδίδω («ἐντόνως ἔλεγον ὡς οὐ χρείη καθυφίεσθαι τοῖς ἐν Πειραιεῑ», Ξεν.)
5. (για γιατρό) θεραπεύω αμελώς, χωρίς προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑφι-ίημι «εγκαταλείπω»].