ἀναπέτομαι: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(Bailly1_1) |
(big3_4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> [[ἀναπτήσομαι]], <i>ao.2</i> [[ἀνεπτόμην]];<br />s’envoler ; <i>fig.</i> s’élancer, bondir (<i>de joie ou de peur</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πέτομαι]]. | |btext=<i>f.</i> [[ἀναπτήσομαι]], <i>ao.2</i> [[ἀνεπτόμην]];<br />s’envoler ; <i>fig.</i> s’élancer, bondir (<i>de joie ou de peur</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πέτομαι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμπ- E.<i>Io</i> 796<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. 1.<sup>a</sup> sg. ἀναπτήσομαι Aeschin.3.209, 2.<sup>a</sup> sg. ἀναπτήσῃ Pl.<i>Lg</i>.905a; aor. ind. 1.<sup>a</sup> sg. ἀνέπταν S.<i>Ant</i>.1307, 3.<sup>a</sup> sg. ἀνέπτα E.<i>Med</i>.440, 3.<sup>a</sup> plu. ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.3, med. 1.<sup>a</sup> sg. ἀνεπτάμαν S.<i>Ai</i>.693, 1.<sup>a</sup> plu. ἀνεπτόμεθα Ar.<i>Au</i>.35, subj. 3.<sup>a</sup> plu. ἀνάπτωνται, opt. 1.<sup>a</sup> sg. [[ἀμπταίην]] E.<i>Io</i> 796, med. 3.<sup>a</sup> sg. ἀνάπτοιτο Pl.<i>Phd</i>.109e, inf. ἀναπτῆναι Alciphr.4.16.5, part. ἀμπτάμενα E.<i>Andr</i>.1219]<br /><b class="num">1</b> [[remontarse]], [[alzar el vuelo]] ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132, cf. 2.55, Antipho <i>Fr</i>.57, E.<i>Hec</i>.1100, ἀν' ὑγρὸν [[ἀμπταίην]] αἰθέρα E.<i>Io</i> 796, cf. <i>Med</i>.440, Alciphr.4.16.5, πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.<i>Phd</i>.109e, cf. <i>Lg</i>.905a, Aeschin.3.209, ἢν ... ἀνάπτωνται πτερύγεσσιν ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες Ar.<i>Lys</i>.774, cf. <i>Au</i>.1373, εἰς τὸ πέλαγος Arist.<i>HA</i> 615<sup>b</sup>2, abs., Arist.<i>HA</i> 613<sup>b</sup>20<br /><b class="num">•</b>fig. del poeta [[ἀναπέτομαι]] δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.83.1.<br /><b class="num">2</b> fig. [[volar]], [[correr mucho]] περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S.<i>Ai</i>.693, ἀνέπταν φόβῳ S.<i>Ant</i>.1307, ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα E.<i>Andr</i>.1219, cf. Luc.<i>Alex</i>.30, jugando con las dos acepciones ἐκ τῆς πατρίδος ἀμφοῖν τοῖν ποδοῖν Ar.<i>Au</i>.35. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
poet. ἀμπέταμαι IG14.1934
A f, late ἀναπετάομαι v.l. in Gp.2.5.12: fut. -πτήσομαι: aor. ἀνεπτόμην or ἀνεπτάμην, in Trag. also ἀνέπτην, 3pl. ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.4:—fly up, fly away, ἢν . . ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132, cf. 5.55; οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Antipho Fr.58; αἰθερία δ' ἀνέπτα E.Med.440; ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα Id.Ion796; ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.24 = Ar.Av. 1372, cf. 35, Lys.774; εἰ . . πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ Id.Lg.905a, cf. Aeschin.3.209; hurry off, Luc.Alex.30: metaph., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται E.Andr. 1219. 2 metaph., to be on the wing, περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S. Aj.693; ἀνέπταν φόβῳ Id.Ant.1307.—Cf. ἀνίπταμαι.
German (Pape)
[Seite 201] = ἀνίπταμαι, auffliegen, Her. und Folgde; übertr., von heftigen Gemüthsbewegungen, ἀνεπτόμαν Soph. Ai. 678; ἀνέπταν φόβῳ Ant. 1292; ἀναπτῆσθε. conj. aor., Her. 4, 132; ἀναπτῶνται Ar. Lys. 774; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσει (2. pers. fut.; ἀναπτήσομαι Aesch. 3, 209), Plat. Legg. X, 905 a, du wirst hinausfliegen; ἀναπτέσθαι Phaed. 109 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπέτομαι: ποιητ. ἀμπέταμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270: μέλλ. -πτήσομαι: ἀόρ. ἀνεπτόμην ἢ ἀνεπτάμην, παρὰ δὲ Τραγ. καὶ ἀνέπτην: (ἴδε πέτομαι, = ἀνίπταμαι, ἀφίπταμαι, ἢν ... ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 132, πρβλ. 5. 55· οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 397D· ἀμπτᾶσα δ’ ὡσεὶ κόνις Αἰσχύλ. Ἱκ. 782· αἰθερία δ’ ἀνέπτα Εὐρ. Μήδ. 440· ἀν. ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα ὁ αὐτ. Ἴων 796· ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1372, πρβλ. 35, Λυσ. 774· εἰ ... πτηνὸς γενόμενος ἀναπτοῖτο, Πλάτ. Φαίδων 109Ε· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσομαι ὁ αὐτ. Νόμ. 905Α, Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.: - μεταφ., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται Εὐρ. Ἀνδρ. 1219. 2) μεταφ. ὡσαύτως, εἶμαι ἕτοιμος νὰ πετάξω, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτόμαν (Λαυρ. Χειρ. ἀνεπτάμαν) «πέταξα ἀπὸ τὴν χαράν μου», Σοφ. Αἴ. 693· ἀνέπταν φόβῳ, «ἐτρόμαξα», «πετάχθηκα ἀπὸ τὸν φόβον μου», ὁ αὐτ. Ἀντ. 1307· πρβλ. ἀναπτερόω Ι. 2, μετεωρίζω ΙΙ. - Ὁ τύπος ἀναπετάω εἶναι λίαν μεταγεν., «κωνώπια ἀναπετώμενα εἰς ὀρθὸν ἄνω» Γεωπ. ΙΙ. 5, 12, -«ἀναπτήτω, ἀναπετασθήτω» Ἡσύχ. - «ἀναπτομένας, ἀναπετασθείσας» ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναπτήσομαι, ao.2 ἀνεπτόμην;
s’envoler ; fig. s’élancer, bondir (de joie ou de peur).
Étymologie: ἀνά, πέτομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμπ- E.Io 796
• Morfología: [fut. 1.a sg. ἀναπτήσομαι Aeschin.3.209, 2.a sg. ἀναπτήσῃ Pl.Lg.905a; aor. ind. 1.a sg. ἀνέπταν S.Ant.1307, 3.a sg. ἀνέπτα E.Med.440, 3.a plu. ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.3, med. 1.a sg. ἀνεπτάμαν S.Ai.693, 1.a plu. ἀνεπτόμεθα Ar.Au.35, subj. 3.a plu. ἀνάπτωνται, opt. 1.a sg. ἀμπταίην E.Io 796, med. 3.a sg. ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e, inf. ἀναπτῆναι Alciphr.4.16.5, part. ἀμπτάμενα E.Andr.1219]
1 remontarse, alzar el vuelo ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132, cf. 2.55, Antipho Fr.57, E.Hec.1100, ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα E.Io 796, cf. Med.440, Alciphr.4.16.5, πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e, cf. Lg.905a, Aeschin.3.209, ἢν ... ἀνάπτωνται πτερύγεσσιν ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες Ar.Lys.774, cf. Au.1373, εἰς τὸ πέλαγος Arist.HA 615b2, abs., Arist.HA 613b20
•fig. del poeta ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.83.1.
2 fig. volar, correr mucho περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S.Ai.693, ἀνέπταν φόβῳ S.Ant.1307, ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα E.Andr.1219, cf. Luc.Alex.30, jugando con las dos acepciones ἐκ τῆς πατρίδος ἀμφοῖν τοῖν ποδοῖν Ar.Au.35.