χαλκοχάρμης: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui combat avec une armure d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[χάρμη]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui combat avec une armure d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[χάρμη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του πολέμου) αυτός [[κατά]] τον οποίο χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] «[[ορμή]], [[επιθυμία]] για [[μάχη]], [[αγώνας]], [[έριδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[χάρμης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fighting in armour of bronze, ξένοι Τρῶες Pi.P.5.82; χ. πόλεμος Id.I.6(5).27 (also expld. as (from χάρμα), delighting in arms).
German (Pape)
[Seite 1332] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, πόλεμος Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. πόλεμος ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ χάρμα), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. σιδηροχάρμης.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui combat avec une armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, χάρμη.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», Πίνδ.)
2. (ως επίθ. του πολέμου) αυτός κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χάρμης (< χάρμη «ορμή, επιθυμία για μάχη, αγώνας, έριδα»), πρβλ. σιδηρο-χάρμης].