σπάσμα: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action de tirer l’épée;<br /><b>2</b> morceau arraché, lambeau.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action de tirer l’épée;<br /><b>2</b> morceau arraché, lambeau.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σπάω]] / <i>σπώ</i>]<br />σπασμωδική [[κίνηση]], [[σύσπαση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύσπαση]], [[σπασμός]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[σπάσιμο]] στο [[ξύλο]], ο ξυλοδαρμός («[[πριν]] ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ [[σπάσμα]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάρρηξη]] μυϊκών ινών<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] που έχει αποσπαστεί από [[κάπου]], [[σπάραγμα]], [[θραύσμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σπάσμα]] ξίφους» — [[λεπίδα]] ξίφους που έχει αποσπαστεί από τη [[θήκη]], [[σπαθί]] ξεθηκαρωμένο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sprain or rupture of muscular fibre, Hp.Aph. 5.25, cf. Pl. Ti.87e, D.18.198, Thphr.HP9.9.2, Gal.1.239. 2 spasm, convulsion, Arist.Pr.885a6. II that which has been torn off, fragment, shred, Plu.Lys.12, Sull.21; τῆς φρονήσεως μόρια καὶ σ. Id.2.99c. 2 σ. ξίφους sword-blade, as drawn from the scabbard, Id.Oth.17.
German (Pape)
[Seite 917] τό, das Gezogene, die Zuckung, der Krampf, Plat. Tim. 87 e; auch vom Meere, App. B. C. 5, 89, ξίφους, der gezückte, bloße Degen, Plut. Otho 17; auch das abgerissene Stück, θωράκων σπάσματα, Sull. 21 Lys. 12.
Greek (Liddell-Scott)
σπάσμα: τό, (σπάω) διάρρηξις μυϊκῆς ἰνός, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· σπασμός, σπασμωδικὴ κίνησις, τῶν ὑστερῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 4, 1, πρβλ. Προβλ. 5. 39. ΙΙ. τὸ ἀποσπασθὲν τεμάχιον, σπάραγμα, «λωρίδα», Πλουτ. Λύσ. 12, Σύλλ. 21· πρβλ. Wyttenb. 2. 99C. 2) σπ. ξίφους, ἡ κοπὶς τοῦ ξίφους ἀνειλκυσμένη ἀπὸ τῆς θήκης, Πλουτ. Ὄθων 17.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action de tirer l’épée;
2 morceau arraché, lambeau.
Étymologie: σπάω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σπάω / σπώ]
σπασμωδική κίνηση, σύσπαση
νεοελλ.
σύσπαση, σπασμός
μσν.
το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.)
αρχ.
1. διάρρηξη μυϊκών ινών
2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου, σπάραγμα, θραύσμα
3. φρ. «σπάσμα ξίφους» — λεπίδα ξίφους που έχει αποσπαστεί από τη θήκη, σπαθί ξεθηκαρωμένο.