διακύπτω: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> se pencher à travers une ouverture pour regarder;<br /><b>2</b> se pencher comme pour regarder à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κύπτω]]. | |btext=<b>1</b> se pencher à travers une ouverture pour regarder;<br /><b>2</b> se pencher comme pour regarder à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κύπτω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[asomarse]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς γοργύρης Hdt.3.145, διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος Diph.85, διὰ τῆς θυρίδος LXX <i>Id</i>.5.28, Luc.<i>Asin</i>.45, cf. LXX 4<i>Re</i>.9.31, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.22, Hld.7.15.2, c. dat. τῇ θυρίδι Ph.1.355, c. otros giros prep. πρὸς ταῖς θύραις Men.<i>Epit</i>.536, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων LXX <i>Ps</i>.13.2, ἀπ' αἰθέρος Ph.2.299, c. adv. διακύψας [[εἴσω]] Luc.<i>Asin</i>.47<br /><b class="num">•</b>abs. [[asomar la cabeza]] τί διακύπτεις Ar.<i>Ec</i>.930, διακύψας ὄψομαι Ar.<i>Pax</i> 78, cf. LXX <i>Ez</i>.41.16, Ph.1.383, Hld.7.15.3, τῆς [[γοῦν]] προρρηθείσης ἡμέρας ὅσον διακυψάσης μόνον cuando el dia anunciado apenas acababa de asomarse</i> Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.35.39.<br /><b class="num">2</b> de textos [[escudriñar]] φιλεπιστημόνως δ. εἰς ἕκαστον Ph.2.300, τὸ φιλομαθὲς ζητητικὸν ... πανταχόσε διακῦπτον Ph.1.470.<br /><b class="num">3</b> [[mirar]], [[fijarse]] (ἡ φιλανθρωπία) δ. πρὸς τοὺς πένητας παρασκευάζει τὸν πλοῦτον (la bondad) mueve al rico a ocuparse de los pobres</i> Thdt.<i>Ep.Sirm</i>.34. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A stoop and creep through a narrow place, Hdt.3.145, Ar. Ec.930. 2 stoop so as to peep in, Id.Pax78; διὰ τῆς κεραμίδος Diph.84, cf. Men.Epit.463. 3 look out, διὰ τῆς θυρίδος LXX 4 Ki. 9.30, cf. PMagd.24.4 (iii B.C.), Luc.Asin.45.
German (Pape)
[Seite 585] sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.
Greek (Liddell-Scott)
διακύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω καὶ διέρχομαι διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) κύπτω ὥστε να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. πρός τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher à travers une ouverture pour regarder;
2 se pencher comme pour regarder à travers.
Étymologie: διά, κύπτω.
Spanish (DGE)
1 asomarse c. διά y gen. διὰ τῆς γοργύρης Hdt.3.145, διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος Diph.85, διὰ τῆς θυρίδος LXX Id.5.28, Luc.Asin.45, cf. LXX 4Re.9.31, Clem.Al.Paed.1.5.22, Hld.7.15.2, c. dat. τῇ θυρίδι Ph.1.355, c. otros giros prep. πρὸς ταῖς θύραις Men.Epit.536, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων LXX Ps.13.2, ἀπ' αἰθέρος Ph.2.299, c. adv. διακύψας εἴσω Luc.Asin.47
•abs. asomar la cabeza τί διακύπτεις Ar.Ec.930, διακύψας ὄψομαι Ar.Pax 78, cf. LXX Ez.41.16, Ph.1.383, Hld.7.15.3, τῆς γοῦν προρρηθείσης ἡμέρας ὅσον διακυψάσης μόνον cuando el dia anunciado apenas acababa de asomarse Anon.Mirac.Thecl.35.39.
2 de textos escudriñar φιλεπιστημόνως δ. εἰς ἕκαστον Ph.2.300, τὸ φιλομαθὲς ζητητικὸν ... πανταχόσε διακῦπτον Ph.1.470.
3 mirar, fijarse (ἡ φιλανθρωπία) δ. πρὸς τοὺς πένητας παρασκευάζει τὸν πλοῦτον (la bondad) mueve al rico a ocuparse de los pobres Thdt.Ep.Sirm.34.