ἔφηβος: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />éphèbe, adolescent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἥβη]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />éphèbe, adolescent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἥβη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ἔφηβος]], ὁ, Α δωρ. τ. [[ἔφαβος]])<br />αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική [[ηλικία]], στην ήβη ([[περίπου]] από 18 [[μέχρι]] 21 ετών), ο [[νέος]] (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» — να γραφούν στα ληξιαρχικά βιβλία τών εφήβων (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[παιδί]] («[[καλός]] ἐστιν [[ἔφηβος]] ὁ σός»)<br /><b>3.</b> νέα [[κοπέλα]] («τῷ ὀνόματι τῆς γυναικός καὶ ἡ [[ἔφηβος]] [[παρθένος]] δηλοῡται», Βασ.)<br /><b>4.</b> [[είδος]] ποτηριού<br /><b>5.</b> [[είδος]] γυναικείου υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηβος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἥβη</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>ηβος</i>, <i>πρόσ</i>-<i>ηβος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
hyperdor. ἔφᾱβος, ὁ, (ἥβη)
A one arrived at adolescence (i. e. the age of 18 years, Poll.8.105, Harp. s.v. ἐπιδιετές; in Persia 16 or 17 years, X.Cyr.1.2.8), Lycurg.76, Arist.Ath.42.2, IG22.1156, al., SIG959.12 (Chios), etc.; εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι Pl.Ax.366e; ἐξ ἐφήβων ἐστὶ καὶ ἤδη εἴκοσι ἐτῶν Teles p.50 H.: generally, boy, καλός ἐστιν ἔ. ὁ σός PLit.Lond.52. 2 young girl, Hsch. II kind of cup, Steph.Com.1.5, Philem.Lex. ap. Ath.11.469a. III throw of the dice, AP7.427.5 (Antip. Sid.). IV a woman's shoe, Herod.7.61.
German (Pape)
[Seite 1116] ὁ, dor. ἔφαβος, Theocr. 23, 1, der die ἥβη, das Alter der Mannbarkeit, erreicht hat. In Athen wurde der Jüngling mit dem 18. Jahre, das Mädchen mit dem 14. so genannt, vgl. Xen. Cyr. 1, 2, 8 u. oben ἐπιδιετές; εἰς τοὺς ἐφήβους εἰσελθεῖν, ἐξέρχεσθαι, ibd. 1, 5, 1; εἰς ἐφήβους ἐγγραφῆναι Plat. Ax. 366 e, denn mit dem Eintritt in dies Alter wurde man unter die Bürger aufgenommen u. nach vorangegangener δοκιμασία in das ληξιαρχικόν eingetragen; vgl. Herm. §. 123; ἐξ ἐφήβων γίγνεσθαι, aus dem Jünglingsalter treten, Luc. Iup. trag. 26; Plut. u. A. – Als fem. nur VLL. u. Sp. – Bei Ath. XI, 469 a u. Schol. Ar. Vesp. 851 eine Art Trinkgeschirr, vgl. ἡβάω. – Bei Antp. Sid. 93 (VII, 427) ein Wurf im Würfelspiel.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφηβος: Δωρ. ἔφᾱβος, ὁ, ὁ εἰσελθὼν εἰς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, ἀπὸ δέκα καὶ ὀκτὼ ἐτῶν μέχρι τοῦ εἰκοστοῦ, «καὶ εἰς μὲν τοὺς ἐφήβους εἰσῄεσαν ὀκτωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι» Πολυδ. Η΄, 105, Ἁρποκρ. ἐν λ. ἐπιδιετές· (ὁ Ξεν. ἐν Κύρ. 1. 2, 8 θέτει τὴν ἡλικίαν ταύτην μετὰ τὸ 16ον ἢ 17ον ἔτος διὰ τοὺς Πέρσας: μέχρι μὲν δὴ ἕξ ἢ ἑπτακαίδεκα ἐτῶν ἀπὸ γενεᾶς οἱ παῖδες ταῦτα πράττουσιν, ἐκ δὲ τούτου εἰς τοὺς ἐφήβους ἐξέρχονται)· ἅμα εἰσελθὼν εἰς τὴν ἡλικίαν ταύτην ὁ Ἀθηναῖος νεανίας ὑφίστατο τὴν δοκιμασίαν καὶ ἐνεγράφετο ὡς πολίτης εἰς τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον τοῦ δήμου αὑτοῦ, Λυκοῦργ. 157. 18, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. κεφ. 42., 76. 1· δοκιμασία ἐφήβων ὁ αὐτ. 60. 12 κἑξ., ἴδε Böckh de Eph. Att. (1819), Λεξικ. Ἀρχαιοτ. (κατὰ τὸν Πολυδ. καὶ Ἁρποκρ. ἡ ἐγγραφὴ ἐν ληξιαρχικῷ γραμματείῳ ἐγίνετο μετὰ δύο ἔτη, δηλ. εἰς τὸ 20ὸν ἔτος) πρβλ. περίπολος. 2) ἐπὶ παρθένου, Βασίλ., Ἡσύχ., Φώτ. ΙΙ. εἶδος ποτηρίου, Ἀθήν. 469Α. ΙΙΙ. βόλος τις τῶν κύβων, Ἀνθ. Π. 7. 427.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
éphèbe, adolescent.
Étymologie: ἐπί, ἥβη.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος)
αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» — να γραφούν στα ληξιαρχικά βιβλία τών εφήβων (Πλάτ.)
2. πάπ. παιδί («καλός ἐστιν ἔφηβος ὁ σός»)
3. νέα κοπέλα («τῷ ὀνόματι τῆς γυναικός καὶ ἡ ἔφηβος παρθένος δηλοῡται», Βασ.)
4. είδος ποτηριού
5. είδος γυναικείου υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. άν-ηβος, πρόσ-ηβος].