ἰσόμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a <i>ou</i> reçoit une part égale à, τινι;<br /><b>2</b> qui a une part égale : γῆς [[ἰσόμοιρος]] [[ἀήρ]] SOPH l’air qui possède une part égale à celle de la terre, qui se répartit également sur la terre, qui en couvre toute la surface ; ἰσομοίρους πάντας ποιεῖν XÉN donner à tous une part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μοῖρα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a <i>ou</i> reçoit une part égale à, τινι;<br /><b>2</b> qui a une part égale : γῆς [[ἰσόμοιρος]] [[ἀήρ]] SOPH l’air qui possède une part égale à celle de la terre, qui se répartit également sur la terre, qui en couvre toute la surface ; ἰσομοίρους πάντας ποιεῖν XÉN donner à tous une part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μοῖρα]].
}}
{{grml
|mltxt=-η -ο (Α [[ἰσόμοιρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίσο [[μερίδιο]] σε [[κάτι]] ή αυτός που συμμετέχει σε [[κάτι]] [[εξίσου]] με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισοδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που κατέχει ίση [[θέση]], που ασκεί την [[ίδια]] [[επίδραση]] σε [[αντιστοιχία]] με άλλον<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόμοιρον</i><br />η [[ισομοιρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομοίρως</i> (ΑΜ)<br />με [[ισομοιρία]], κατ' ισομοιρίαν, [[κατά]] ισομερή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μοῑρα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηπιό</i>-<i>μοιρος</i>, [[κακό]]-<i>μοιρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόμοιρος Medium diacritics: ἰσόμοιρος Low diacritics: ισόμοιρος Capitals: ΙΣΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: isómoiros Transliteration B: isomoiros Transliteration C: isomoiros Beta Code: i)so/moiros

English (LSJ)

ον, Cret. ϝισϝό- Leg.Gort.10.53, GDI4974 (Gort.): (μοῖρα)

   A sharing equally or alike, c. gen. rei, πάντων X.Cyr.4.6.12, etc.; τῶν ἄλλων ἰ. ἔστω SIG1044.40 (Halic., iv B.C.); γῆς ἰσόμοιρ' ἀήρ air that sharest earth equally [with light], S.El.87 (anap.): c. dat., τιμαῖς ἰσόμοιρον ἔθηκεν τὰν ὁμόλεκτρον ἥρωσιν IG12(3).1190.3 (Melos); ἰσόμοιρον, τό, equal portion, Nic.Th.592: abs., ἰσόμοιρα . . ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὶ σκότος D.L.8.26. Adv. -ρως Eust.161.20.    2 equivalent, corresponding, c. dat., κίβισιν, βάκτρῳ ἅρπην ἰσόμοιρον AJA9.320 (Sinope).    3 Astrol., occupying the same degree, αἱ κατ' ἰσόμοιρον στάσεις Vett.Val.70.31, cf. Man.4.194; τὴν Ἀφροδίτην ἰσόμοιρον οὖσαν ἡλίῳ Procl.Hyp.1.21. Adv. -ρως Cat.Cod.Astr.5(1).219.

German (Pape)

[Seite 1265] gleichen Antheil habend, bes. an Vermögen, Macht u. Freiheit; γνήσιοι ἰσόμοιροι πατρῴων Is. 6, 25; πάντας ἰσομοίρους ποιεῖν Xen. Cyr. 2, 2, 18. 4, 6, 12 u. Sp. – Aesch. Ch. 320 σκότῳ φάος ἰσόμοιρον, vgl. D. L. 8, 26 ἰσόμοιρα εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὶ σκότος; Soph. El. 87 ὦ φάος ἁγνὸν καὶ γῆς ἰσόμοιρος ἀήρ, die Luft, die einen eben solchen Theil der Welt wie die Erde ausmacht od. der ganzen Erde gleichmäßig angehört. – Τὸ ἰσόμοιρον, gleiche Portion, Nic. Th. 592.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόμοιρος: -ον, (μοῖρα) ὁ λαμβάνων ἴσον μερίδιον μετὰ τῶν ἄλλων, ὁ μετέχων ἐξ ἴσου ἢ ὁμοίως πράγματός τινος, μετὰ γεν. πράγμ., πάντων Ξεν. Κύρ. 4. 6, 12, κτλ.· μετὰ δοτ., τιμαῖς ἰσόμοιρον ἔθηκε τὴν ὁμόλεκτρον ἥρωσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 2439· - ἰσόμοιρον, τὸ, ἴσον μερίδιον, Νικ. Θηρ. 592. 2) ἔχων τὴν αὐτὴν ἔκτασίν τινι, σκότῳ φάος ἰσόμοιρον Aἰσχύλ. Χο. 319, ἔνθα ἡ ἀρχαία γραφὴ ἦτo: ἰσοτίμοιρον, ἣν οἱ πλεῖστοι τῶν νεωτέρων κριτικῶν ἀκολουθοῦντες τῷ Erfurd μετέτρεψαν εἰς ἀντίμοιρον, ἀλλὰ κατὰ τὸν Paley προτιμητέα ἡ γραφὴ ἰσόμοιρον, τὸ δὲ ι ἐγέ­νετο μακρὸν Ἐπικῇ ἀδείᾳ ὡς ἐν τῷ: ἰσόνειρον ἐν Προμ. 558, ἴδε σημ. PaIey ἐν τόπῳ· ἰσόμoιρα... ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὶ σκότος Διογ. Λ. 8. 26· ὦ φάος ἁγνὸν καὶ γῆς ἰσόμοιρ’ ἀὴρ (καθότι ὁ ἀὴρ καλύπτει ἅπασαν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς) Σοφ. Ἠλ. 87 (πρβλ. Ἡσ. Θ. 126, Γαῖα... ἐγείνατο ἶσον ἑαυτῇ Οὐρα­νόν). - Ἐπίρρ. -ρως Eὐστ. 161. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a ou reçoit une part égale à, τινι;
2 qui a une part égale : γῆς ἰσόμοιρος ἀήρ SOPH l’air qui possède une part égale à celle de la terre, qui se répartit également sur la terre, qui en couvre toute la surface ; ἰσομοίρους πάντας ποιεῖν XÉN donner à tous une part égale.
Étymologie: ἴσος, μοῖρα.

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἰσόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους
αρχ.
1. ισοδύναμος
2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον
η ισομοιρία.
επίρρ...
ἰσομοίρως (ΑΜ)
με ισομοιρία, κατ' ισομοιρίαν, κατά ισομερή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μοιρος (< μοῑρα), πρβλ. ηπιό-μοιρος, κακό-μοιρος].