μυθίζω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao. ; Moy. seul. prés.</i><br /><i>c.</i> [[μυθέομαι]]. | |btext=<i>Act. seul. prés. et ao. ; Moy. seul. prés.</i><br /><i>c.</i> [[μυθέομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυθίζω]] (ΑΜ, Α δωρ. τ. [[μυθίσδω]], [[λακωνικός]] τ. [[μυσίδδω]]) [[μύθος]]<br />[[λέγω]] («μύσιδδέ τοι ὅτι λῇς ποθ' ἁμέ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλώ]], [[αποκαλώ]], [[επονομάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
A = μυθέομαι, Dor.μυθίσδω Theoc. 10.58, 20.11; Lacon. μυσίδδω Ar.Lys.94, 1076: aor. μυσίξαι ib.981:— Med., ψεύδεα κατὰ πάντων μ. Perict. ap. Stob.4.28.19, cf. Orph.A. 191.
German (Pape)
[Seite 214] = μυθεύω, Strat. 23 (XII, 281). – Auch im med., Orph. Arg. 189 u. a. sp. D. S. das lakon. μυσίδδω.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθίζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ μυθέομαι, Δωρ. μυθίσδω, Θεόκρ. 10. 58., 20. 11, Λακων. μυσίδδω Ἀριστοφ. Λυσ. 94, 1076: ἀόρ. μυσίξαι αὐτόθι 981· - ὡσαύτως ὡς ἀποθ. μυθίζομαι, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 35, Ὀρφ. Ἀργ. 189.
French (Bailly abrégé)
Act. seul. prés. et ao. ; Moy. seul. prés.
c. μυθέομαι.
Greek Monolingual
μυθίζω (ΑΜ, Α δωρ. τ. μυθίσδω, λακωνικός τ. μυσίδδω) μύθος
λέγω («μύσιδδέ τοι ὅτι λῇς ποθ' ἁμέ», Αριστοφ.)
αρχ.
καλώ, αποκαλώ, επονομάζω.