ὀλιγανδρία: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque d’hommes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ἀνήρ]].
|btext=ας (ἡ) :<br />manque d’hommes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ἀνήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀλιγανδρία]]) [[ολίγανδρος]]<br />η [[έλλειψη]] αρκετού αριθμού [[ανδρών]], σχετική [[λειψανδρία]] (α. «ο [[πόλεμος]] προκάλεσε [[ολιγανδρία]]» β. «ἣ νῡν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγανδρία Medium diacritics: ὀλιγανδρία Low diacritics: ολιγανδρία Capitals: ΟΛΙΓΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: oligandría Transliteration B: oligandria Transliteration C: oligandria Beta Code: o)ligandri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A scantiness of men, Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.VA3.30.

German (Pape)

[Seite 319] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγανδρία: ἡ, ὀλιγότης, ἔλλειψις ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d’hommes.
Étymologie: ὀλίγος, ἀνήρ.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγανδρία) ολίγανδρος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῡν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).