παλίντροπος: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui revient sur ses pas;<br /><b>2</b> qui se détourne.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τρέπω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui revient sur ses pas;<br /><b>2</b> qui se détourne.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τρέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλίντροπος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που στρέφεται [[προς]] τα [[πίσω]], [[προς]] την αντίθετη [[κατεύθυνση]], [[παλίνδρομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («[[παλίντροπος]] κέλευθον ἕρπεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] το αντίθετο [[μέρος]], [[ενάντιος]], [[αντίθετος]] («παλίντροπον ποιῆσαι τὴν μάχην», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μεταβάλλει [[γνώμη]] εύκολα, ταλαντευόμενος, [[άστατος]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί σε κάποιον [[έξαρση]] της φαντασίας<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παλίντροπον</i><br />το ευμετάβλητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>τροπος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A turned away, averted, ὄμματα, ὄψις, A.Ag.777(lyr.), Supp.173 (lyr.). II turning back, π. ἕρπειν, στρέφεσθαι, S.Ph.1222, E.HF 1069 (lyr.); π. ἐκ πολέμοιο AP9.61; π. κέλευθος Parm.6.9. 2 changing to the other side, contrary, πλάστιγξ τοῦ βίου S.Fr.576.5 (s. v.l.); π. τῆς ἐλπίδος ἀποβαινούσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολάς Plb. 14.6.6; π. ταῖς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίσιν exactly contrary to their original expectations, Id.5.16.9, cf. 9.21.1; π. ποιῆσαι τὴν μάχην D.S. 15.85, cf. App.Mith.88; π. ποιήσασθαι τὴν δίωξιν Onos.27 (v.l. παλίστροφον) ; τὸ π. τοῦ δαιμονίου changeableness, Id.35.4. III Act., turning to flight, νόημα B. 10.54. IV v. παλίντονος 1.3.
German (Pape)
[Seite 451] zurückgewandt, zurückgekehrt; ἥντιν' αὖ παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις, Soph. Phil. 1206; Eur. Herc. Fur. 1069; παλίντροπον ἐκ πολέμοιο παῖδα, Ep. ad. 455 (IX, 61); abgewendet, παλιντρόποισιν ὄμμασιν, Aesch. Ag. 753; ἔχων παλίντροπον ὄψιν ἐν λιταῖσιν, Suppl. 164; sich zum Gegentheil wendend, entgegengesetzt ausschlagend, παλιντρόπου τῆς ἐλπίδος αὐτοῖς ἀποβαινουσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολάς, Pol. 14, 6, 6, vgl. 5, 16, 9; νίκη, Plut. Sert. 21; μάχη, D. Hal. 8, 88, a. Sp. – Auch = veränderlich, unbeständig, Poll. 4, 36.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίντροπος: -ον, ἐστραμμένος ὀπίσω ἢ ἀλλαχοῦ, Λατ. retortus, π. ὄμματα, ὄψις Αἰσχύλ. Ἀγ. 778, Ἱκέτ. 172 ΙΙ. ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, οὐκ ἂν φράσειας ἥντιν’ αὖ παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις ὧδε σὺν σπουδῇ ταχύς; Σοφ. Φ. 1222· παλίντροπος ... στρέφεται, στρέφεται πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1069· π. ἐκ πολέμοιο Ἀνθ. Π. 9. 61. 2) ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐναντίος, Σοφ. Ἀποσπ. 14· παλιντρόπου τῆς ἐλπίδος ἀποβαινούσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολὰς Πολύβ. 14. 6, 6· παλίντροπον ταῖς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίσιν, ὅλως ἐναντίαν πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίδας αὐτῶν, ὁ αὐτ. 5. 16, 9· π. ποιεῖν τὴν μάχην Διόδ. 15. 85· π. ποιήσασθαι τὴν δίωξιν Ὀνήσανδρος 27· - τὸ π. τοῦ δαιμονίου, τὸ εὐμετάβολον, αὐτόθι, ταῖσιν δὲ χολωσαμένα στήθεσσι παλίντροπον ἔμβαλεν νόημα, νοῦν πλάνητα, δηλ. παράνοιαν, Βακχυλ. Χ (ΧΙ), 54 Blass.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui revient sur ses pas;
2 qui se détourne.
Étymologie: πάλιν, τρέπω.
Greek Monolingual
παλίντροπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, παλίνδρομος
αρχ.
1. αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις», Σοφ.)
2. αυτός που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, ενάντιος, αντίθετος («παλίντροπον ποιῆσαι τὴν μάχην», Διόδ.)
3. αυτός που μεταβάλλει γνώμη εύκολα, ταλαντευόμενος, άστατος
4. αυτός που προκαλεί σε κάποιον έξαρση της φαντασίας
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίντροπον
το ευμετάβλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ετερό-τροπος].