παραφορέω: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />apporter devant, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φορέω]]. | |btext=-ῶ :<br />apporter devant, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φορέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[παραφέρω]], [[τοποθετώ]] [[εμπρός]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A = παραφέρω, set before, τινί τι Ar.Eq.1215 :— Pass., Hdt.1.133. 2 Med., accumulate, Pl.Lg.858b.
German (Pape)
[Seite 506] = παραφέρω; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, vorsetzen. Ar. Equ. 1215; παραφορέεται., Her. 1, 133; u. med., für sich zusammentragen, sammeln, παραφορήσασθαι χύδην, Plat. Legg. IX, 858 b.
Greek (Liddell-Scott)
παραφορέω: παραφέρω, φέρω καὶ θέτω ἐμπρός τινος, παρατίθημι, ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., συλλέγω, συνάγω, Πλάτ. Νόμ. 858Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
apporter devant, τινι.
Étymologie: παρά, φορέω.
Greek Monotonic
παραφορέω: μέλ. -ήσω, = παραφέρω, τοποθετώ εμπρός, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.