σπερχνός: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rapide, impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[σπέρχω]].
|btext=ή, όν :<br />rapide, impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[σπέρχω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]] («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) βαρειάς μορφής<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπερχνόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] ἱέρακος»<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>σπερχνόν</i><br />ορμητικά, βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i> «κινούμαι [[γρήγορα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σεμ</i>-<i>νός</i>, [[τερπνός]]). Για την [[εναλλαγή]] [[ανάμεσα]] στο θ. με -<i>σ</i>-, το οποίο απαντά στο αμάρτυρο σιγμόληκτο <i>σπέρχος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>σπερχές</i>) και στο θ. με έρρινο -<i>ν</i>- του [[σπερχνός]], <b>πρβλ.</b> <i>ἔρεβος</i>: [[ἐρεμνός]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερχνός Medium diacritics: σπερχνός Low diacritics: σπερχνός Capitals: ΣΠΕΡΧΝΟΣ
Transliteration A: sperchnós Transliteration B: sperchnos Transliteration C: sperchnos Beta Code: sperxno/s

English (LSJ)

ή, όν, (σπέρχω)

   A hasty, hurried, ἄγγελοι A.Th.286; of diseases and pains, violent. Hp.Morb.2.64, Nat.Mul.35, al.: neut. as Adv., σπερχνὸν κοτέων Hes.Sc.454, al.    II Act., hastening, pressing, Hsch. (glossed by σπερχνοποιός).    III εἶδος ἱέρακος, Hsch. (cf. περκνός 11).

German (Pape)

[Seite 920] schnell, eilig, hastig; βέλος, Hes. Scut. 454; ἄγγελος, Aesch. Spt. 267; – heftig, ὀδύνη ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, πυρετός. – Bei Hesych. auch durch σπερχνοποιός erkl., beschleunigend, antreibend.

Greek (Liddell-Scott)

σπερχνός: -ή, -όν, (σπέρχω) σπεύδων, ὁρμητικός, ταχύς, βέλος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· καθόλου, ὁ σπεύδων, «βιαστικός», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· οὕτως ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, ὁρμητικός, δεινός, ὀξύς, Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «ταχύς, σπουδαῖος. ἄγαν ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· εἶδος ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-ποιός, όν, ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rapide, impétueux.
Étymologie: σπέρχω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.)
2. (για νόσο) βαρειάς μορφής
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος»
4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν
ορμητικά, βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «κινούμαι γρήγορα» + κατάλ. -νος (πρβλ. σεμ-νός, τερπνός). Για την εναλλαγή ανάμεσα στο θ. με -σ-, το οποίο απαντά στο αμάρτυρο σιγμόληκτο σπέρχος (πρβλ. α-σπερχές) και στο θ. με έρρινο -ν- του σπερχνός, πρβλ. ἔρεβος: ἐρεμνός.