ποταμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fleuve, rivière ; <i>en gén.</i> tout courant liquide, <i>particul.</i> courant de lave, de feu.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, voler, s’élancer, courir.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fleuve, rivière ; <i>en gén.</i> tout courant liquide, <i>particul.</i> courant de lave, de feu.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, voler, s’élancer, courir.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[river]]; freq. personified as [[river]]-[[god]], Il. 5.544, Il. 14.245.
}}
}}

Revision as of 15:24, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμός Medium diacritics: ποταμός Low diacritics: ποταμός Capitals: ΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: potamós Transliteration B: potamos Transliteration C: potamos Beta Code: potamo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A river, stream, Ὠκεανοῖο ἐξ οὗ περ πάντες π. Il.21.196; π. ἁλιμυρήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης, βαθύρροος, δεινός, διιπετής, δινήεις, ἐΰρροος, ἐρίδουπος, εὐρὺ ῥέων, θεῖος, ἱερός, ἴφθιμος, καλλίροος, κελάδων, λάβρος, πλήθων, χειμάρροος, ὠκύροος, Od.5.460, Il.21.8, 212, 8, 25, 17.263, Od.11.242, Il.21.130, Od.10.515 (pl.), Il.21.304, Od.11.238, 10.351 (pl.), Il.17.749 (pl.), Od.5.441, Il.18.576, 21.270, 5.87, 87, 598; νυκτὸς π., of the rivers of hell, Pi.Fr.130.9: prov., ἄνω ποταμῶν, of extraordinary events, A.Fr.335, etc. (in full, ἄνω π. ἱερῶν χωροῦσι παγαί E.Med.410 (lyr.)); π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ Heraclit. 91; π. θαλάσσῃ ἐρίζεις, of unequal combats, Suid., etc.    2 metaph., rivers of fire or lava, Pi.P.1.22, A.Pr.370: Com., ζωμοῦ π. κρέα θερμὰ κυλίνδων Telecl.1.8, cf. Pherecr.108.3; also π. πραγμάτων Porph. Marc.5.    3 artificial stream, canal, Str.16.1.10, Arr.An.7.21.1; οἱ ὀρυχθέντες π. OGI54.23 (Adule, iii B. C.).    II personified, rivergod, Il.20.7, 73, etc.    III name of the constellation Eridanus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Arat.358, etc.

German (Pape)

[Seite 688] ὁ (πίνω, πέπομαι, ποτός, eigtl. trinkbar, süßes Wasser, im Ggstz des salzigen Meerwassers), der Fluß, Strom; Hom. u. Folgde überall; bei Hom. heißen sie διϊπετής, καλλίροος, δινήεις u. ä.; er nennt auch den Okeanos so, als den die Erdscheibe umgebenden Fluß; ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς, Pind. P. 9, 47; Tragg., Ar., u. in Prosa; neben θάλαττα, Plat. Tim. 22 d, u. κρήνη, Legg. VI, 761 b; auch πυρός, Phaed. 111 d; Folgde überall. Nach Eur. Med. 411 ist ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί sprichwörtlich geworden, Zen. 2, 56, ἐπὶ τῶν ὑπεναντίως λεγομένων ἢ γινομένων; vgl. Dem. 19, 287; auch ἄνω γὰρ ποταμῶν τοῦτό γε, Luc. D. Mort. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμός: -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· τὰ Ὁμηρικὰ αὐτοῦ ἐπίθετα εἶναι ἁλιμυρήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης, βαθύρροος, δεινός, διϊπετής, δινήεις, δῖος, δονακεύς, ἐΰρροος, ἐρίδουπος, εὐρὺς ῥέων, θεῖος, ἱερός, ἴφθιμος, καλλίροος, κελάδων, λάβρος, πλήθων, χειμάρροος, ὠκύροος, (ἴδε τὰς λέξ.)· ὁ Ὅμ. ἐπίστευεν ὅτι πάντες οἱ ποταμοὶ ἐλάμβανον τὰ ὕδατα αὐτῶν ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ εἰς ὃν καὶ ἔχυνον αὐτὰ πάλιν, Ἰλ. Φ. 196· ― παροιμ., ἄνω ποταμῶν, «ἐπὶ τῶν ἐπ’ ἐναντίᾳ γινομένων» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 378, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 410: δὶς εἰς τῷ αὐτῷ π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι Ἡράκλειτ. παρ’ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 18· ποταμὸς θαλάσσῃ ἐρίζεις, «ἐπὶ τῶν διατεινομένων πρὸς κρείττονας» Σουΐδ., ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγεις, «ἐπὶ τῶν τοῖς ἔχουσι προσφερόντων» παρὰ τῷ αὐτῷ: ― ἐπὶ ποταμῶν πυρὸς ἢ λάβας, Πινδ. Π. 1. 42, Αἰσχύλ. Πρ. 368· νυκτὸς ποταμοί, ἐπὶ τῶν ποταμῶν τοῦ ᾍδου, Πινδ. Ἀποσπ. 95. 9. ― Πρβλ. πηγή, κρήνη, κρουνός. 2) τεχνητὸς ποταμός, διῶρυξ, Ἀρρ. Ἀν. 7. 21, Στράβ. 740. 3) μεταφορ., ζωμοῦ δ’ ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς κρέα θερμὰ κυλίνδων Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτ.» 1. 8, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 3. ΙΙ. ὡς θεότης, οὔτε τις οὖν Ποταμῶν ἀπέην, νόσφ’ Ὠκεανοῖο, οὔτ’ ἄρα Νυμφάων Ἰλ. Υ. 7, 73, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΠΟ, ποτός, πίνω)· καὶ ἐὰν οὕτω, τότε κυρίως ἐπὶ γλυκέος ὕδατος, καλοῦ δηλ. πρὸς πόσιν, ὕδωρ πότιμον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ τῆς θαλάσσης. Ἀλλὰ παρατηρητέον ὅτι κατὰ τὰς ἀρχαιοτάτας γεωγραφικὰς γνώσεις ὁ ὠκεανὸς ἦτο ὡσαύτως ποταμός, ἴδε ἐν. λέξ. ὠκεανός).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fleuve, rivière ; en gén. tout courant liquide, particul. courant de lave, de feu.
Étymologie: R. Πετ, voler, s’élancer, courir.

English (Autenrieth)

river; freq. personified as river-god, Il. 5.544, Il. 14.245.