σκεθρός: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />exact, juste, parfait.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχεῖν]] de [[ἔσχον]]. | |btext=ά, όν :<br />exact, juste, parfait.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχεῖν]] de [[ἔσχον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ά, -όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α<br /><b>1.</b> επιμελώς κατασκευασμένος, [[ακριβής]] («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[επιμελής]], [[προσεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκεθρῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο σκεθρό, με [[ακρίβεια]], με [[επιμέλεια]] («[[προυξεπίσταμαι]] σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σκεθρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σχε</i>-<i>θρός</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>σχε</i>- του <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i>, <i>σχε</i>-<i>δόν</i>, <i>σχε</i>-<i>θεῖν</i>) με [[επίθημα]] -<i>θρο</i>-<i>ς</i> (<b>βλ.</b> -<i>θρο</i>[[ν]]) και έχει, [[επομένως]], την αρχική σημ. της ρίζας του <i>εχω</i>: <i>segh</i>- «[[κρατώ]] [[γερά]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ά (Ion. ή), όν,
A exact, careful, γνώμῃ σ. βασανίσας Hp.Mul. 1.11; ἴησις σκεθροτέρη Id.Art.50; δίαιτα Gal.18(2).403; τάλαντον τρυτάνης Lyc.270. Adv. -ρῶς, προὐξεπίστασθαι A.Pr.102, cf. 488; ὁρᾶν E.Fr.87.
German (Pape)
[Seite 891] knapp, genau, sorgfältig; Lyc. 270, ταλάντῳ τρυτάνης; auch Hippocr. – Adv.; πάντα προὐξεπίσταμαι σκεθ ρῶς τὰ μέλλοντα, Aesch. Prom. 102; πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς διώρισα, 486. – Vielleicht von σχεῖν, σχέθειν, was sich genau woran anhält, anschließt.
Greek (Liddell-Scott)
σκεθρός: -ά, -όν, ἀκριβής, ἐπιμελής, προσεκτικός, γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας Ἱππ. 595. 27· ἴησις σκεθροτέρη ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817· δίαιτα Γαλην., κλπ., ἴδε Foës Oecon.· τάλαντον τρυτάνης Λυκόφρ. 270. Ἐπίρρ., σκεθρῶς προ ’ξεπίστασθαι Αἰσχύλ. Πρ. 102, πρβλ. 488· ὁρᾶν Εὐρ. Ἀποσπ. 88. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκεθρόν· ἀκριβές».
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
exact, juste, parfait.
Étymologie: DELG σχεῖν de ἔσχον.
Greek Monolingual
-ά, -όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α
1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.)
2. επιμελής, προσεκτικός.
επίρρ...
σκεθρῶς Α
κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκεθρός (< σχε-θρός, με ανομοίωση τών δασέων) έχει σχηματιστεί από το θ. σχε- του ἔχω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-σχ-ον, σχε-δόν, σχε-θεῖν) με επίθημα -θρο-ς (βλ. -θρον) και έχει, επομένως, την αρχική σημ. της ρίζας του εχω: segh- «κρατώ γερά»].