στενός: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(Bailly1_4)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />étroit, resserré ; τὸ στενόν, τὰ στενά passage étroit, défilé ; <i>qqf</i> bras de mer, détroit ; ἡ [[στενή]] THC étroite langue de terre ; <i>p. anal., fig.</i> :<br /><b>1</b> resserré, gêné : [[εἰς]] στενὸν καθίστασθαι DÉM être réduit aux extrémités, à la détresse ; [[εἰς]] στενὸν συνελαύνειν LUC réduire aux extrémités;<br /><b>2</b> chétif, mesquin, de peu d’importance;<br /><b>3</b> <i>en parl. du style</i> maigre, sec, pauvre;<br /><i>Cp.</i> στενότερος (<i>pour</i> *στενϜότερος ; <i>cf.</i> [[κενός]]), <i>ion.</i> [[στεινότερος]].<br />'''Étymologie:''' R. Στεν, resserrer, cf. [[στένω]].
|btext=ή, όν :<br />étroit, resserré ; τὸ στενόν, τὰ στενά passage étroit, défilé ; <i>qqf</i> bras de mer, détroit ; ἡ [[στενή]] THC étroite langue de terre ; <i>p. anal., fig.</i> :<br /><b>1</b> resserré, gêné : [[εἰς]] στενὸν καθίστασθαι DÉM être réduit aux extrémités, à la détresse ; [[εἰς]] στενὸν συνελαύνειν LUC réduire aux extrémités;<br /><b>2</b> chétif, mesquin, de peu d’importance;<br /><b>3</b> <i>en parl. du style</i> maigre, sec, pauvre;<br /><i>Cp.</i> στενότερος (<i>pour</i> *στενϜότερος ; <i>cf.</i> [[κενός]]), <i>ion.</i> [[στεινότερος]].<br />'''Étymologie:''' R. Στεν, resserrer, cf. [[στένω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=[[probably]] from the [[base]] of [[ἵστημι]]; [[narrow]] (from obstacles [[standing]] [[close]] [[about]]): [[strait]].
}}
}}

Revision as of 17:42, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενός Medium diacritics: στενός Low diacritics: στενός Capitals: ΣΤΕΝΟΣ
Transliteration A: stenós Transliteration B: stenos Transliteration C: stenos Beta Code: steno/s

English (LSJ)

Ion. στεινός, ή, όν, Aeol. στένος Alc.Supp.34 (dub. l.):—

   A narrow, opp. εὐρύς, πλατύς, Hdt.2.8 (Sup.), 4.195, al.; ψαλίς S. Fr.367; δίαυλος E.Tr.435; ἐσβολή Hdt.7.175 (Comp.); πόρος ib. 176; ἡ ἔσοδος Th.7.51; οὔτ' εὐρεῖα οὔτε στενὴ διαφυγή Pl.Lg.737a; ἐν στενῷ, Ion. στεινῷ, in a narrow space, A.Pers.413, Hdt.8.60. β; ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ σ. Ar.Eq.720; σ. ποδεών Hdt.8.31; ἔντερον Ar.Nu.161; πόροι, φλέβες, Ti.Locr.101a, Pl.Ti.66a; κεφαλή, πόδες, X.Cyn.5.30.    2 Subst., τὰ σ. the narrows, straits, of a pass, Hdt.7.223; of a sea, Th.2.86, etc.; of the straits of Gibraltar, Str.3.5.5; so τὸ σ. the strait (Hellespont), Luc.DMar.9.1; ἐπὶ σ. τῆς ὁδοῦ X.HG7.1.29; also ἡ στενή a narrow strip of land, Th.2.99; τὰ σ. passes, defiles, Phld.Rh.1.334 S.    II metaph., close, confined, ἀπειληθέντες ἐς στεινόν driven into a corner, Hdt.9.34; σ. ζῶμεν χρόνον Men.410; εἰς στενὸν κομιδῇ τὰ τῆς τροφῆς τινι καταστήσεται D.1.22; εἰς σ. τοῦ καιροῦ φθείρεσθαι Alciphr.1.24.    2 scanty, petty, Pl.Grg.497c; ὑποθέσεις Plb.7.7.6; ἐλπίδες D.H.4.52; ἐρωτήσεις Philostr.VS2.30; small-minded, narrow-minded, in Adv. Comp., PGiss.40 ii7 (iii A.D.).    3 of sound and style, thin, meagre, Arist.Aud.803b24, Rh.1413b15; hard to pronounce, συλλαβὴ σ. καὶ δύστομος Phld.Po.2.15.—Choerob. in Theod.2.76 H., EM 275.50 say that στενός, like κενός, forms the Comp. and Sup. στενότερος, στενότατος, and these forms are explainable from *στενϝότερος, *στενϝότατος, which are implied by the Ionic forms στεινότερος, -ότατος (στεινότερος occurs in Hdt.1.181, 7.175, στενότερος in IG7.3073.109 (Lebad., ii B.C.), Pl.Phd.111d, X.Cyr.2.4.3 with v.l.); and στενοτάτου is required by the metre in Scymn.922; the form στενώτερος is however found in Hp.VM22, Arist.PA675a35, al.    III Adv., στενῶς διακεῖσθαι to be in difficulties, PCair.Zen.498 (iii B.C.), PTeb. 760.19 (iii B.C.), D.L.8.86, cf. LXX 1 Ki.13.6.

German (Pape)

[Seite 935] ion. στεινός, eng, schmal, dünn; ὡς δὲ πλῆθος ἐν στενῷ νεῶν ἥθροιστο, Aesch. Pers. 405, τὰ στεινά, die Engen, Engpässe, Her. 7. 176. 223; οὔσης δὲ στενῆς τῆς εἰσόδου, Thuc. 7, 51; Ggstz εὐρύς, Plat. Legg. V, 737 a; comparat. στενώτερα, vulg. στεινότερα, Phaed. 111 d; so schwankt die Lesart auch Xen. Cyr. 2, 4, 3, die abweichende Form (στενότερος B. A. 1216) ist von dem ion. στεινός abzuleiten; εἰς στενὸν τὰ τῆς τροφῆς τοῖς ξένοις αὐτῷ καταστήσεται, Dem. 1, 22, auch = leicht, geringfügig, ὑπόθεσις, Pol. 7. 7, 6, ouch = mangelhaft, kärglich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στενός: Ἰων. στεινός, ή, όν· (ἴδε ἐν λ. στένω)· - στενός, δύσκολος, ἀντίθετον τῷ εὐρύς, πλατύς, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2.· 8., 4. 195, κ. ἀλλ.· ψαλὶς Σοφ. Ἀποσπ. 336· δίαυλος Εὐρ. Τρῳ. 435· ἐσβολὴ Ἡρόδ. 7. 175· πόρος αὐτόθι 176· ἡ ἔσοδος Θουκ. 7. 51· οὔτ’ εὐρεῖα οὔτε στενή διαφυγή Πλάτ. Νόμ. 737Α· ἐν στενῷ, Ἰων. στεινῷ, ἐν στενῇ περιοχῇ, Ἡρόδ. 8. 60, 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413· ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 720· ὡσαύτως, στ. ποδεὼν Ἡρόδ. 8. 31· ἔντερον Ἀριστοφ. Νεφ. 161· πόροι, φλέβες Τίμ. Λοκρ. 101Α, Πλάτ. Τίμ. 66Α· κεφαλή, πόδες Ξεν. Κυν. 5, 30. 2) ὡς οὐσιαστ., τὰ στενά, στενὸν μέρος, δίοδος στενή, πέραμα, Ἡρόδ. 7. 223· ἐπὶ θαλάσσης ἢ ποταμοῦ, Θουκ. 2. 86, κτλ.· τὰ στ. τοῦ πορθμοῦ Στράβ. 257· οὕτω, τὸ στενόν, (ὁ Ἑλλήσποντος), Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 1· ἐπὶ στ. τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· ὡσαύτως, ἡ στενή, στενὴ λωρὶς γῆς, Θουκ. 2. 99. ΙΙ. μεταφορ., στενός, συγκεκλεισμένος, περιωρισμένος, ἀπειληθῆναι ἐς στεινόν, σπρώχνομαι εἰς γωνίαν, Ἡρόδ. 9. 34· στ. ζῶμεν χρόνον Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 9· ἐς στ. κομιδῇ τὰ τῆς τροφῆς τινι καταστήσεται Δημ. 15. 24· εἰς στ. τοῦ καιροῦ φθείρεσθαι Ἀλκίφρων 1. 24. 2) ὀλίγος, ὀλιγοστός, «παραμικρός», Πλάτ. Γοργ. 497C· ὑποθέσεις Πολύβ. 7. 7, 6· ἐλπίδες Διον. Ἁλ. 4. 52. 3) ἐπὶ ἤχου καὶ ὕφους, λεπτός, ἀδύνατος, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 57, Ρητορ. 3. 12, 2. - Οἱ παλαιοὶ γραμμ. λέγουσιν ὅτι τὸ στενός, ὡς τὸ κενός, σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. στενότερος, στενότατος, ἴσως ἐκ τῶν παλαιοτέρων Ἰων. τύπων στεινότερος, -ότατος, (στεινότερος ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 1. 181., 7. 175, στενότερος παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 111D (ἐν τοῖς πλείστοις τῶν Ἀντιγράφων), Ξεν. Κύρ. 2. 4, 3), Χοιροβοσκ. 550. 17 Gaisf. Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ στενοτάτου ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρὰ τῷ Σκύμν. 709· ὁ ὁμαλὸς τύπος στενώτερος εὕρηται παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Πλάτ. Τιμ. 66D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 29, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., στενῶς διακεῖσθαι, εὑρίσκομαι ἐν δυσχερείαις, Διογ. Λ. 8. 86.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
étroit, resserré ; τὸ στενόν, τὰ στενά passage étroit, défilé ; qqf bras de mer, détroit ; ἡ στενή THC étroite langue de terre ; p. anal., fig. :
1 resserré, gêné : εἰς στενὸν καθίστασθαι DÉM être réduit aux extrémités, à la détresse ; εἰς στενὸν συνελαύνειν LUC réduire aux extrémités;
2 chétif, mesquin, de peu d’importance;
3 en parl. du style maigre, sec, pauvre;
Cp. στενότερος (pour *στενϜότερος ; cf. κενός), ion. στεινότερος.
Étymologie: R. Στεν, resserrer, cf. στένω.

English (Strong)

probably from the base of ἵστημι; narrow (from obstacles standing close about): strait.