στιβαρός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />foulé, serré, compact ; grand et gros, fort, robuste;<br /><i>Cp.</i> στιβαρώτερος.<br />'''Étymologie:''' R. Στιβ, fouler ; v. [[στείβω]]. | |btext=ά, όν :<br />foulé, serré, compact ; grand et gros, fort, robuste;<br /><i>Cp.</i> στιβαρώτερος.<br />'''Étymologie:''' R. Στιβ, fouler ; v. [[στείβω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[στείβω]]), comp. στιβαρώτερος: [[close]]-pressed, [[trodden]] [[firm]], [[firm]], [[compact]], [[strong]], of limbs, weapons.— Adv., [[στιβαρῶς]], Il. 12.454. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A strong, stout, sturdy, freq. in Hom. and Hes., of men's limbs, ὦμος, αὐχήν, βραχίονες, Il.5.400, 18.415, Od.18.69; χείρ 8.189; μέλεα Hes.Sc.76; πλευραί Pi.Fr.111; of weapons, ἔγχος, σάκος, Il.5.746, 3.335, etc.; δίσκος -ώτερος more massy, Od. 8.187; later, of persons, σ. τις καὶ καρτερά Ar.Th.639; σ. τὸ σῶμα J.BJ6.2.8; σ. τῇ γλώσσῃ LXX Ez.3.6; μοῖρα σ. Epigr. ap. Paus.10.12.6; εὐεπίη (of Aeschylus) AP7.39 (Antip.Thess.); ἀπειλά Hymm.Is. 170; λέξις D.H.Th.24, cf. Comp.22; -ώτερος λόγος a bulkier book, Sor.1.2; γυμνάσια -ώτερα, -ώτατα, more (most) violent, Antyll. ap. Orib.6.21.4, 6.35.2. Adv., πύλαι . . πύκα -ρῶς ἀραρυῖαι gates close shut, Il.12.454; βαρύνων τὸν κλοιὸν σ. LXX Hb.2.6; φρόντιζε σ. M.Ant.2.5. (Prob. cogn. with στείβω.)
German (Pape)
[Seite 942] eigtl. dicht zusammengedrängt, gedrungen, derb u. kräftig; oft Hom. u. Hes.; von gedrungenen, starkmuskeligen, kräftigen Gliedern: ὦμος, Il. 5, 400; αὐχήν, 18, 415, βραχίονες, Od. 18, 69; χείρ, Il. 13, 505; öfters χερσὶ στιβαρῇσιν, wie z. B. 12, 397; von festen harten Waffen: ἔγχος, 5, 746 u. öfter; σάκος, 3, 335 u. sonst; δίσκον στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ, Od. 8, 187; u. adv., πύλας πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, fest, dicht zusammengefügt; – πέλεκυς, Philp. 15 (VI, 103); von Menschen, στιβαρά τις φαίνε ται καὶ καρτερά, Ar. Thesm. 639; auch in sp. Prosa, λέξις, gedrungener Stil, D. Hal. iud. de Thuc. 24, 1; στιβαρῶς φροντίζειν, M. Ant. 8, 5.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβᾰρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.) ἰσχυρός, δυνατός, ῥωμαλέος, ἀκμαῖος, συχν. παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἐπί τε τῶν μελῶν τοῦ ἀνδρικοῦ σώματος, ὦμος, αὐχήν, βραχίονες Ἰλ. Ε. 400, Σ. 415, Ὀδ. Σ. 68· μέλεα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 76· οὕτω, στ. πλευραὶ Πινδ. Ἀποσπ. 77· καὶ ἐπὶ ὅπλων, ἔγχος, σάκος Ἰλ. Ε. 746, Γ. 335, κτλ.· δίσκος στιβαρώτερος, βαρύτερος, ὀγκωδέστερος, Ὀδ. Θ. 187· ― μετέπειτα ἐπὶ προσώπων, στ. τις καὶ καρτερὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 639· στ. τὸ σώμα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8· στ. τῇ γλώσσῃ Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Γ΄, 6)· μοῖρα στ. Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 101· εὐεπίῃ (ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου) Ἀνθ. Π. 7. 39· λέξις Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. ― Ἐπίρρ., πύκα στιβαρῶς ἀραρυῖαι .. πύλαι, καλῶς, στενῶς κεκλεισμέναι, Ἰλ. Μ. 454· στ. φρόντιζε Μᾶρκ. Ἀντων. 2. 5. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ, στείβω, ὥστε ἡ πρώτη σημασ. ἦτο: συμπαγής, στερεός· συγγενὲς τῇ √ΣΤΙΦ, στιφρός, πιθανῶς δὲ καὶ τῇ √ΣΤΥΦ, στυφελός).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
foulé, serré, compact ; grand et gros, fort, robuste;
Cp. στιβαρώτερος.
Étymologie: R. Στιβ, fouler ; v. στείβω.
English (Autenrieth)
(στείβω), comp. στιβαρώτερος: close-pressed, trodden firm, firm, compact, strong, of limbs, weapons.— Adv., στιβαρῶς, Il. 12.454.