συντετραίνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[συντιτράω]] ; <i>fig.</i> faire pénétrer : μῦθον δι’ [[ὤτων]] ESCHL un récit dans les oreilles (pour qu’il se grave dans l’esprit).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τετραίνω]].
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[συντιτράω]] ; <i>fig.</i> faire pénétrer : μῦθον δι’ [[ὤτων]] ESCHL un récit dans les oreilles (pour qu’il se grave dans l’esprit).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τετραίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[συντίτρημι]] Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με δοχεία ή κοιλότητες) [[συνδέω]] δια μέσου οπής<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>συντετραίνομαι</i><br />[[επικοινωνώ]], [[συνδέομαι]] (α. «εἰς ὅv ἡ [[θάλασσα]] συνετέτρητο», <b>Πλάτ.</b><br />β. «συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να διέλθει [[μέσα]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῡθον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τετραίνω]] «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντετραίνω Medium diacritics: συντετραίνω Low diacritics: συντετραίνω Capitals: ΣΥΝΤΕΤΡΑΙΝΩ
Transliteration A: syntetraínō Transliteration B: syntetrainō Transliteration C: syntetraino Beta Code: suntetrai/nw

English (LSJ)

A.Ch.451 (lyr.), Hdt.2.11, later συντίτρημι, pres. inf.

   A -τιτράναι Gal.5.238, 3sg. pres. imper. Pass. -τιτράσθω Heliod. ap.Orib.44.23.59: fut. -τρήσω: aor. -έτρησα: pf. Pass. -τέτρημαι:— unite by a boring, channel, or passage, ἀλλήλοισι σ. τοὺς μυχούς Hdt. 2.11 (cf. παραλλάσσω 11.1); τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον συνέτρησαν εἰς τὸν μυελόν they carried the passage through into the marrow, Pl.Ti. 91a, cf. Criti.115d; τοῖς συντρήσασιν εἰς τὰ τῶν πλησίον who have run a gallery into their neighbours' mines, D.37.38:—Pass., [οἱ οὐρητῆρες] ἐς τὰ αἰδοῖα συντέτρηνται open directly into . ., Hp.Aër.9 (interpol.); εἰς ἀλλήλους -τετρῆσθαι Pl.Phd.111d; [φάραγγες] συντετρημέναι πρὸς ἀλλήλας D.S.3.44; εἰς ὃν ἡ θάλαττα συνετέτρητο Pl. Criti.115e; συντετρῆσθαι τὰ πελάγη Str.7.5.9; συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα Arist.HA513a35; συντετρῆσθαι τὴν ὄσφρησιν τῷ στόματι Id.Pr.907b28, cf. 963b7; οὐκ εἰς τὴν ψυχήν, ἀλλ' εἰς τὴν γλῶτταν ἡ ἀκοὴ συντέτρηται Plu.2.502d; συντετρημένων τῶν μυκτήρων connected by a passage, Arist.Resp.474a21.    II metaph., δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῦθον let the words pierce in through thy ears, A. l.c.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
συντιτράω ; fig. faire pénétrer : μῦθον δι’ ὤτων ESCHL un récit dans les oreilles (pour qu’il se grave dans l’esprit).
Étymologie: σύν, τετραίνω.

Greek Monolingual

και συντίτρημι Α
1. (ιδίως σχετικά με δοχεία ή κοιλότητες) συνδέω δια μέσου οπής
2. (το μέσ.) συντετραίνομαι
επικοινωνώ, συνδέομαι (α. «εἰς ὅv ἡ θάλασσα συνετέτρητο», Πλάτ.
β. «συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.)
3. μτφ. αφήνω κάτι να διέλθει μέσα από κάτι άλλο («δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῡθον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τετραίνω «τρυπώ, διαπερνώ»].