ὑπεκκαίω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=allumer par-dessous <i>ou</i> tout doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκκαίω]]. | |btext=allumer par-dessous <i>ou</i> tout doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκκαίω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπεκκαίω]] ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> [[υποδαυλίζω]], [[διεγείρω]], [[υποκινώ]] με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το [[μίσος]]» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῡμεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κάτι]] από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[καίω]] [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκαίω]] «[[κατακαίω]], [[ανάβω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
A kindle, Thphr.Ign.63: metaph., stir up, ὑ. τὴν γνώμην Luc.Peregr.26; inflame, ἔχθραν Plu.2.616e; πλῆθος Id.Dio22.
German (Pape)
[Seite 1185] (s. καίω), von unten od. allmälig ausbrennen, anzünden, Theophr.; τὴν γνώμην, Luc. Peregr. 26; u. so übertr., ὑπεκκαῦσαι καὶ συνεξορμῆσαι, Plut. Dion. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκκαίω: μέλλ. -καύσω, ὑποκαίω, ἀνάπτω τι κάτωθεν ἢ βαθμηδόν, Θεοφράστ. περὶ Πυρ. 63· μεταφορ., ὑπ. τὴν γνώμην Λουκ. Περεγρ. 26, πρβλ. Πλούτ. 2. 616Ε.
French (Bailly abrégé)
allumer par-dessous ou tout doucement.
Étymologie: ὑπό, ἐκκαίω.
Greek Monolingual
ὑπεκκαίω ΝΑ
μτφ. υποδαυλίζω, διεγείρω, υποκινώ με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το μίσος» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῡμεν», Πλούτ.)
αρχ.
1. καίω κάτι από κάτω
2. καίω κάτι σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκαίω «κατακαίω, ανάβω»].