ἀριστεύς: Difference between revisions
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ῆος ([[ἄριστος]]): [[best]] [[man]], [[chief]], Il. 3.44 ; ἀνδρὸς ἀριστῆος, Il. 15.489; [[usually]] pl., [[ἀριστῆες]], Il. 2.404, etc. | |auten=ῆος ([[ἄριστος]]): [[best]] [[man]], [[chief]], Il. 3.44 ; ἀνδρὸς ἀριστῆος, Il. 15.489; [[usually]] pl., [[ἀριστῆες]], Il. 2.404, etc. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰριστεύς</b> <br /> <b>1</b> [[noble]], [[chief]] τὰν [[μάλα]] πολλοὶ [[ἀριστῆες]] [[ἀνδρῶν]] αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.107) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας (I. 8.55) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 17 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, dual
A ἀριστέοιν S.Aj.1304: (ἄριστος):—used by Hom. mostly in pl. ἀριστῆες those who excel in valour, chiefs, Il.2.404, al.; ἄνδρας ἀριστῆας Od.14.218, cf. Hdt.6.81, Alc. Supp.1a.8, Pi.P.9.107, Ant.Lib.2.2, etc.: sg., A.Pers.306; ἀνδρὸς ἀριστέως E.IA28 (lyr.); as an honorary title, CIG2881 (Milet.), IGRom.4.914 (Cibyra).
German (Pape)
[Seite 352] ὁ, der Beste, Nebenform von ἄριστος; meist Bezeichnung der Fürsten, Vornehmen; Hom. ἀριστῆος mehrmals, ἀριστῆα Iliad. 3, 44, ἀριστῆες, ἀριστῆας u. ἀριστήεσσιν mehrmals, ἀριστήων Iliad. 9, 396 Od. 11, 227; μνηστήρων ἀριστῆες Od. 15, 28; ἀριστῆας Δαναῶν Iliad. 17, 245; ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν 1, 227; ἀριστῆες Παναχαιῶν 10, 1; ἀριστήεσσι καὶ βασιλεῦσιν 9, 334; ἀνδρὸς ἀριστῆος 15, 489; ἄνδρας ἀριστῆας Od. 14, 218; καγχαλόωσι φάντες ἀριστῆα πρόμον ἔμμεναι, οὕνεκα καλὸν εἶδος ἔπ'· ἀλλ' οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή Iliad. 3, 44; γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν 2, 404; κούρητας ἀριστῆας Παναχαιῶν 19, 193. – Pind. P. 9, 107 ἀριστῆες ἀνδρῶν; Ἕκτορά τ' ἄλλους τ' ἀριστέας I. 8, 55; Soph. Ai. 1283. Bei Sp. auch in Prosa, die in sittlicher Beziehung Besten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστεύς: έως, ὁ: δυϊκ. ἀριστέοιν Σοφ. Αἴ. 1304 (ἄριστος): - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον πληθυντικῶς, ἀριστῆες, Λατ. optimates, οἱ ἄριστοι, οἱ ἄρχοντες, οἱ ἡγεμόνες, οὕτω παρ’ Ἡρόδ. 6. 81, Πινδ. Π. 9. 188, καὶ Τραγ.· ἀλλ’ ἑνικ. παρ’ Αἰσχύλ. Πέρσ. 306 (Blomf)· ἀνδρὸς ἀριστέως Εὐρ. Ι. Α. 28, ἐπιγρ. Μιλήτου, Συλλ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 288112· πρβλ. Kleemann, Voc. Hom., σ. 9.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui tient le premier rang, chef le plus distingué, particul. le plus brave ; d’ord. au pl. οἱ ἀριστεῖς les grands, les chefs ; dans Homère la suite ou l’entourage des rois.
Étymologie: ἄριστος.
English (Autenrieth)
ῆος (ἄριστος): best man, chief, Il. 3.44 ; ἀνδρὸς ἀριστῆος, Il. 15.489; usually pl., ἀριστῆες, Il. 2.404, etc.
English (Slater)
ᾰριστεύς
1 noble, chief τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.107) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας (I. 8.55)