μεθάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(Autenrieth)
(24)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only aor. [[part]]., [[μετάλμενος]], springing [[after]] or [[upon]] a [[person]] or [[thing]], overtaking. (Il.)
|auten=only aor. [[part]]., [[μετάλμενος]], springing [[after]] or [[upon]] a [[person]] or [[thing]], overtaking. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[μεθάλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) [[ορμώ]] [[κατεπάνω]], [[εφορμώ]], χυμάω («οὔτασε... [[μετάλμενος]] ὀζέϊ δουρί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αθλητικό αγώνα) [[πηδώ]] ή [[τρέχω]] [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]] («οὐκ ἔσθ' ὃς κὲ σ' ἕλησι [[μετάλμενος]] οὐδὲ παρέλθῃ»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδικά από [[πλοίο]] σε [[πλοίο]]) [[πηδώ]] από ένα σε [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἅλλομαι]] «[[ορμώ]], [[χυμώ]], [[πηδώ]]»].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθάλλομαι Medium diacritics: μεθάλλομαι Low diacritics: μεθάλλομαι Capitals: ΜΕΘΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: methállomai Transliteration B: methallomai Transliteration C: methallomai Beta Code: meqa/llomai

English (LSJ)

used by Hom. only in Ep. aor. part. μετάλμενος:—

   A leap, rush upon, of warriors, οὔτασε . . μετάλμενος ὀξέϊ δουρί Il.5.336; οὔτασε δουρὶ μ. 14.443; Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε 13.362; of a lion, ἥρπαξε μ. 12.305, cf. Hld.10.30.    2 rush after, in a race, οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλησι μ. Il.23.345.    II leap from one ship to another in a sea-fight, ἐς ἀλλήλους App.BC5.120; spring from side to side, hither and thither, τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον Bion Fr.10.6, cf. Hld.6.14, Them.Or.22.269c.

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἅλλομαι), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. μετάλμενος. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14.

Greek (Liddell-Scott)

μεθάλλομαι: ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. μετάλμενος· - ἐφάλλομαι, ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς πλοῖον, Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.

French (Bailly abrégé)

f. μεθαλοῦμαι ; part. ao. syncopé μετάλμενος, ion. p. *μεθάλμενος;
1 sauter, càd s’élancer à la suite de;
2 s’élancer sur ou contre : τινί sur qqn.
Étymologie: μετά, ἅλλομαι.

English (Autenrieth)

only aor. part., μετάλμενος, springing after or upon a person or thing, overtaking. (Il.)

Greek Monolingual

μεθάλλομαι (Α)
1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.)
2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ' ὃς κὲ σ' ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ»
Ομ. Ιλ.)
3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο) πηδώ από ένα σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἅλλομαι «ορμώ, χυμώ, πηδώ»].