φήνη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(Autenrieth)
(44)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[sea]]-[[eagle]], [[osprey]], Od. 3.372 and Od. 16.217.
|auten=[[sea]]-[[eagle]], [[osprey]], Od. 3.372 and Od. 16.217.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο [[γενειοφόρος]] γυπαετός·2. [[ιερό]] [[πτηνό]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i><i>ā</i>- / <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>ә</i><sub>2</sub>- «[[λάμπω]], [[φωτίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>φως</i>) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— του θηλ. ενός επιθ. με [[επίθημα]] -<i>νό</i>-<i>ς</i> δηλωτικού χρώματος (<b>πρβλ.</b> <i>κελαι</i>-<i>νός</i>, <i>περκ</i>-<i>νός</i>). Αρχική, [[επομένως]], σημ. του επιθ. [[αυτού]] θα ήταν η σημ. «[[λαμπρός]], [[φωτεινός]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[φηνός]]·[[λαμπρός]], ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με την [[οικογένεια]] αυτή) και η χρησιμοποίησή του για τη [[δήλωση]] του πτηνού [[αυτού]] μπορεί να ερμηνευθεί από το λαμπερό [[λευκό]] [[χρώμα]] του κεφαλιού και το υπόξανθο [[χρώμα]] της κοιλιάς του. Για ανάλογες περιπτώσεις ονομάτων πτηνών που προέρχονται από επίθ. δηλωτικά φωτεινότητας ή σκοτεινότητας <b>πρβλ.</b> [[κύκνος]], [[μόρφνος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι τ. [[φήνη]], [[φηνός]] ανάγονται στη [[ρίζα]] της λ. <i>φῶς</i>, έχουν, όμως, σχηματιστεί από ένα θ. σε -<i>σ</i>-, <i>φᾱσ</i>-<i>νο</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>s</i>-<i>a</i>- «φως, [[λάμψη]]», το οποίο χρησιμοποιείται και ως [[ονομασία]] πτηνού<br />για την παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <b>βλ.</b> και λ. [[φημί]]). Τέλος, οι συνδέσεις της λ. με τη λ. [[φωνή]] ή με το αρχ. νορβ. <i>bani</i> «[[δολοφόνος]]» δεν θεωρούνται πιθανές].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φήνη Medium diacritics: φήνη Low diacritics: φήνη Capitals: ΦΗΝΗ
Transliteration A: phḗnē Transliteration B: phēnē Transliteration C: fini Beta Code: fh/nh

English (LSJ)

ἡ, a kind of

   A vulture, perh. lammergeyer, Gypaëtus barbatus, φῆναι ἢ αἰγυπιοί Od.16.217, cf. 3.372, Ar.Av.304, Arist.HA592b5, 619b23, cf. φίνις; sacred to Athena, Ael.NA12.4.

German (Pape)

[Seite 1269] ἡ, eine Adlerart; (Od. 3, 372. 16, 217; Ar. Av. 304; Arist H. A. 8, 3. 9, 34), bei Plin. ossifraga.

Greek (Liddell-Scott)

φήνη: ἡ, πιθ. = ἁλιαίετος, θαλάσσιος ἀετός, ἔχων χρῶμα σποδοειδές, ossifragus, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ Ὀδ. Π. 217, πρβλ. Γ. 372, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3. 2., 9. 34, 2· πτηνὸν ἱερὸν τῆς Ἀθηνᾶς, Αἰλιαν. π. Ζ. 12. 4.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
orfraie, sorte d’aigle, oiseau.
Étymologie: DELG étym. incertaine.

English (Autenrieth)

sea-eagle, osprey, Od. 3.372 and Od. 16.217.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. είδος αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο γενειοφόρος γυπαετός·2. ιερό πτηνό της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομασία αρπακτικού πτηνού, η οποία, κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhā- / bh(e)ә2- «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— του θηλ. ενός επιθ. με επίθημα -νό-ς δηλωτικού χρώματος (πρβλ. κελαι-νός, περκ-νός). Αρχική, επομένως, σημ. του επιθ. αυτού θα ήταν η σημ. «λαμπρός, φωτεινός» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φηνός·λαμπρός, ο οποίος πρέπει να συνδεθεί με την οικογένεια αυτή) και η χρησιμοποίησή του για τη δήλωση του πτηνού αυτού μπορεί να ερμηνευθεί από το λαμπερό λευκό χρώμα του κεφαλιού και το υπόξανθο χρώμα της κοιλιάς του. Για ανάλογες περιπτώσεις ονομάτων πτηνών που προέρχονται από επίθ. δηλωτικά φωτεινότητας ή σκοτεινότητας πρβλ. κύκνος, μόρφνος. Κατ' άλλη άποψη, οι τ. φήνη, φηνός ανάγονται στη ρίζα της λ. φῶς, έχουν, όμως, σχηματιστεί από ένα θ. σε -σ-, φᾱσ-νο- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhās-a- «φως, λάμψη», το οποίο χρησιμοποιείται και ως ονομασία πτηνού
για την παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας βλ. και λ. φημί). Τέλος, οι συνδέσεις της λ. με τη λ. φωνή ή με το αρχ. νορβ. bani «δολοφόνος» δεν θεωρούνται πιθανές].