νηλεής: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(Autenrieth) |
(27) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(νη-, [[ἔλεος]]): [[pitiless]], [[ruthless]], [[relentless]]; of persons, and [[often]] [[fig]]., [[θῦμός]], [[ἦτορ]], [[δεσμός]], νηλεὲς [[ἦμαρ]], ‘[[day]] of [[death]]’; [[ὕπνος]], of a [[sleep]] [[productive]] of [[disastrous]] consequences, Od. 12.372. | |auten=(νη-, [[ἔλεος]]): [[pitiless]], [[ruthless]], [[relentless]]; of persons, and [[often]] [[fig]]., [[θῦμός]], [[ἦτορ]], [[δεσμός]], νηλεὲς [[ἦμαρ]], ‘[[day]] of [[death]]’; [[ὕπνος]], of a [[sleep]] [[productive]] of [[disastrous]] consequences, Od. 12.372. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηλεής]] και [[νηλής]] και επικ. τ. νηλειής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ανηλεής]], [[σκληρός]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός τον οποίο [[κανείς]] δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... [[σῶμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νηλεὲς [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] του θανάτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηλεώς</i> και επικ. τ. <i>νηλειώς</i> (Α)<br />με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νηλεής]] [[είναι]] σύνθετη <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλεος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ηλεής</i>. Ο τ. [[νηλής]] από το [[νηλεής]] με [[συναίρεση]], ενώ ο τ. <i>νηλειής</i> με -<i>ει</i>- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα [[δεσμά]], την [[ημέρα]] του θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις της λ. στηρίχθηκε η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό δεν [[είναι]] η λ. [[ἔλεος]] [[αλλά]] το ρ. [[ἀλέομαι]] «[[ξεφεύγω]], [[δραπετεύω]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], θεωρήθηκε ότι και η λ. [[ἔλεος]] προέρχεται από [[νηλεής]] με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει [[κανείς]]», που εξελίχθηκε στη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Η [[άποψη]] όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, [[καθώς]] η λ. [[νηλεής]] ως επίθ. προσδιοριστικό του [[χαλκός]] και της ημέρας του θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Το ανθρωπωνύμιο [[Νηλεύς]], [[τέλος]], έχει συνδεθεί [[μάλλον]] παρετυμολογικά με το [[νηλεής]], ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. [[νέομαι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
Greek (Liddell-Scott)
νηλεής: -ές, ἴδε νηλής, καὶ πρβλ. ἀνηλεής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 impitoyable;
2 qui n’inspire pas de pitié, qu’on ne pleure pas ; traité sans pitié.
Étymologie: νη-, ἔλεος.
English (Autenrieth)
(νη-, ἔλεος): pitiless, ruthless, relentless; of persons, and often fig., θῦμός, ἦτορ, δεσμός, νηλεὲς ἦμαρ, ‘day of death’; ὕπνος, of a sleep productive of disastrous consequences, Od. 12.372.
Greek Monolingual
νηλεής και νηλής και επικ. τ. νηλειής, -ές (Α)
1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος
2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.)
3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» — η ημέρα του θανάτου.
επίρρ...
νηλεώς και επικ. τ. νηλειώς (Α)
με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλεής είναι σύνθετη < στερ. πρόθημα νη- + -ηλεής (< ἔλεος), πρβλ. αν-ηλεής. Ο τ. νηλής από το νηλεής με συναίρεση, ενώ ο τ. νηλειής με -ει- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα δεσμά, την ημέρα του θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις της λ. στηρίχθηκε η άποψη ότι το β' συνθετικό δεν είναι η λ. ἔλεος αλλά το ρ. ἀλέομαι «ξεφεύγω, δραπετεύω». Κατά την ίδια άποψη, θεωρήθηκε ότι και η λ. ἔλεος προέρχεται από νηλεής με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει κανείς», που εξελίχθηκε στη σημ. «χωρίς έλεος». Η άποψη όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, καθώς η λ. νηλεής ως επίθ. προσδιοριστικό του χαλκός και της ημέρας του θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «χωρίς έλεος». Το ανθρωπωνύμιο Νηλεύς, τέλος, έχει συνδεθεί μάλλον παρετυμολογικά με το νηλεής, ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. νέομαι].