ὀλοοίτροχος: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(Autenrieth) |
(28) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ϝολ., cf. volvo): [[rolling]] [[stone]], [[round]] [[rock]], Il. 13.137†. | |auten=(ϝολ., cf. volvo): [[rolling]] [[stone]], [[round]] [[rock]], Il. 13.137†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλοοίτροχος]] και [[ὀλοίτροχος]] και [[ὁλοίτροχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[στρογγυλός]] και [[κυλινδρικός]] [[ογκώδης]] [[λίθος]] σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν [[κατά]] τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[σφαιροειδής]], [[στρογγυλός]] («πέτροι ὀλοίτροχοι» — στρογγυλοί λίθοι με τους οποίους παραβάλλονται οι ισχυροί στρογγυλοί μυώνες τών αθλητών, Θεοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλοο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> επίθ. [[τροχός]] «αυτός που τρέχει» <span style="color: red;"><</span> [[τρέχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>τροχος</i>, [[περί]]-<i>τροχος</i>. Κατά μία [[άποψη]], το α' συνθετικό της λ. <i>ὀλοο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>FολοFο</i>- «[[στροφή]], [[γύρισμα]]») εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[κυλίω]]» και συνδέεται με τη λ. [[ειλεός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>FελεFος</i>) και τα ρ. <i>εἰλῶ</i> «[[στρέφω]], [[περιτυλίσσω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[είλω]]) και [[εἰλύω]]. Το -<i>οι</i>- του τ. [[ὀλοοίτροχος]] [[είναι]] δυσερμήνευτο, παρ' ότι δίνει την [[εντύπωση]] ότι αποτελεί κατάλ. τοπικής πτώσης. Η [[σύνδεση]] του α' συνθετικού με τη λ. [[ὀλοός]] (Ι) «[[καταστροφέας]]» θεωρείται παρετυμολογική. Σε παρετυμολογική, εξάλλου, [[επίδραση]] του επιθ. [[ὅλος]] οφείλεται η [[δασύτητα]] του τ. [[ὁλοίτροχος]] (<b>πρβλ.</b> και την [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[ὁλότροχος]]<br />[[περιφερής]] [[λίθος]]»). Τέλος, ανάλογο σχημ. αποτελεί και η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[ὀλοοίτροπα]]<br />[[παρά]] Ροδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν</i>» με σημ. «[[γλυκά]] που τά γυρίζει [[κανείς]] για να ψηθούν»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 326] poet. = ὁλοίτροχος; Il. 13, 137; Orak. bei Her. 5, 92, 2.
English (Autenrieth)
(ϝολ., cf. volvo): rolling stone, round rock, Il. 13.137†.
Greek Monolingual
ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α)
1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. σφαιροειδής, στρογγυλός («πέτροι ὀλοίτροχοι» — στρογγυλοί λίθοι με τους οποίους παραβάλλονται οι ισχυροί στρογγυλοί μυώνες τών αθλητών, Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. < ὀλοο- + -τροχος (< επίθ. τροχός «αυτός που τρέχει» < τρέχω), πρβλ. εύ-τροχος, περί-τροχος. Κατά μία άποψη, το α' συνθετικό της λ. ὀλοο- (< FολοFο- «στροφή, γύρισμα») εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wel- «στρέφω, κυλίω» και συνδέεται με τη λ. ειλεός (< FελεFος) και τα ρ. εἰλῶ «στρέφω, περιτυλίσσω» (βλ. λ. είλω) και εἰλύω. Το -οι- του τ. ὀλοοίτροχος είναι δυσερμήνευτο, παρ' ότι δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί κατάλ. τοπικής πτώσης. Η σύνδεση του α' συνθετικού με τη λ. ὀλοός (Ι) «καταστροφέας» θεωρείται παρετυμολογική. Σε παρετυμολογική, εξάλλου, επίδραση του επιθ. ὅλος οφείλεται η δασύτητα του τ. ὁλοίτροχος (πρβλ. και την γλώσσα του Ησύχ. «ὁλότροχος
περιφερής λίθος»). Τέλος, ανάλογο σχημ. αποτελεί και η γλώσσα του Ησύχ. «ὀλοοίτροπα
παρά Ροδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν» με σημ. «γλυκά που τά γυρίζει κανείς για να ψηθούν»].