Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαιγίζω: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
(Autenrieth)
(12)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[αἰγίς]]): [[rush]] on, of winds, Il. 2.148, Od. 15.293.
|auten=([[αἰγίς]]): [[rush]] on, of winds, Il. 2.148, Od. 15.293.
}}
{{grml
|mltxt=(Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] σφοδρά, ορμητικά, [[εφορμώ]] («[[οὖρον]]... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δελφίνι]]) [[διασχίζω]] [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> (για ποταμό πλημμυρισμένο) [[κατεβαίνω]] ορμητικά<br /><b>4.</b> (μτφ. για τον έρωτα) [[ενσκήπτω]] ορμητικά, [[επιπίπτω]] με [[σφοδρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αιγίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[αιγίς]]) «[[σχίζω]] στα δύο»].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαιγίζω Medium diacritics: ἐπαιγίζω Low diacritics: επαιγίζω Capitals: ΕΠΑΙΓΙΖΩ
Transliteration A: epaigízō Transliteration B: epaigizō Transliteration C: epaigizo Beta Code: e)paigi/zw

English (LSJ)

(

   A αἰγίς 11) rush upon, twice in Hom. of a stormy wind, Ζέφυρος . . λάβρος ἐπαιγίζων Il.2.148; οὖρον . . λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος Od.15.293; λάβρως ἐ. ὁ βορρᾶς Alciphr.3.42: metaph., Ἔρως λάβρον ἐπαιγίζων AP5.285 (Paul. Sil.): c. dat., rush over, ἐπαιγίζει πεδίοισι, of a stream that has burst its banks, Opp.C.2.125: c. acc., πόντον ἐπαιγίζει, of the dolphin, Id.H.2.583.

German (Pape)

[Seite 894] (vgl. αἴξ), darauf losstürzen, andringen; ζέφυρος, οὖρος ἐπαιγίζων, Il. 2, 148 Od. 15, 293, βοῤῥᾶς Alciphr. 3, 42, überall λάβρος dabei, Paul. Sil. 30 (V, 286) von Eros λάβρον ἐπαιγίζων; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen, Cyn. 2, 125, vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer, Hal. 2, 583.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαιγίζω: (αἰγὶς) ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω, δὶς παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπὶ θυελλώδους ἀνέμου, ζέφυρος... λάβρος ἐπαιγίζων Ἰλ. Β. 148· οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος Ὀδ. Ο. 293· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, λάβρον ἐπαιγίζων Ἀνθ. Π. 5. 286· ― ἐπὶ ποταμοῦ πλημμυρήσαντος καὶ καταβαίνοντος μετὰ μεγάλης ὁρμῆς, αὐτὸς δ’ ἐν μεσάτοισιν ἐπαίγιζεν πεδίοισιν αἰὲν ἀεξόμενος Ὀππ. Κυνηγ. 2. 125· μετ’ αἰτ., πόντον ἐπαιγίζει, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, ὁ αὐτὸς ἐν Ἁλ. 2. 583. ― Πρβλ. καταιγίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαιγίζοντα· σφοδρότερον πνέοντα· καταιγίδες γὰρ αἱ τῶν ἀνέμων ἐμβολαί», καὶ «ἐπαιγίζων· ἐπικαταιγίζων, τουτέστι ἐπιπίπτων».

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαιγίσω;
s’élancer avec impétuosité sur ou dans.
Étymologie: ἐπί, αἰγίς.

English (Autenrieth)

(αἰγίς): rush on, of winds, Il. 2.148, Od. 15.293.

Greek Monolingual

(Α)
1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώοὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος», Ομ. Οδ.)
2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα
3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά
4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιγίζω (< αιγίς) «σχίζω στα δύο»].