ἐπαμύνω: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. imp. ἐπάμῦνον: [[bring]] [[aid]] to, [[come]] to the [[defence]], abs., and w. dat., Il. 5.685, Il. 8.414. (Il.) | |auten=aor. imp. ἐπάμῦνον: [[bring]] [[aid]] to, [[come]] to the [[defence]], abs., and w. dat., Il. 5.685, Il. 8.414. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαμύνω]] (AM) [[αμύνω]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[έρχομαι]] για [[βοήθεια]] (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία<br />β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] τεκμήρια, [[συμβάλλω]] στην [[απόδειξη]] («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
A come to aid, succour, τινί Il.6.361, 18.99,al., Th.3.14, al., Lys.12.99, etc. 2 abs., Il.16.540,al. (never in Od.), Hdt.1.82, Th.1.25,101, Lys.3.16, etc.; τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί apologetic arguments to prove that... Pl.Lg.891b. 3 ward off, δολίην v.l. for ἀπ- in AP5.6 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 898] helfen, beistehen; ohne Casus, Il. 16, 540. 21, 311; τινί, 6, 361; Folgde; Prosa, Isocr. 4, 52; ταῖς συμφοραῖς 4, 42; Plat. Theaet. 168 e; καὶ βοηθέειν Her. 9, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰμύνω: σπεύδω εἰς βοήθειάν τινος, μετὰ δοτ. ὄφρ’ ἐπαμύνω Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), οὕτως ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.
French (Bailly abrégé)
1 secourir, défendre : τινι qqn;
2 repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.
Étymologie: ἐπί, ἀμύνω.
English (Autenrieth)
aor. imp. ἐπάμῦνον: bring aid to, come to the defence, abs., and w. dat., Il. 5.685, Il. 8.414. (Il.)
Greek Monolingual
ἐπαμύνω (AM) αμύνω
1. βοηθώ, συντρέχω, έρχομαι για βοήθεια (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία
β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. παρέχω τεκμήρια, συμβάλλω στην απόδειξη («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.).