θεουδής: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(Autenrieth) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[θεός]], δϝέος): [[god]]-fearing, [[pious]]. (Od.) | |auten=([[θεός]], δϝέος): [[god]]-fearing, [[pious]]. (Od.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεουδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ευσεβής]], ο [[θεοφοβούμενος]]<br /><b>2.</b> ο [[θεοειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεουδῶς</i> (Α)<br />[[ευσεβώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>-<i>δεής</i> (<i>θεο</i>-<i>δFεής</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέος]] <span style="color: red;"><</span> [[δείδω]] (θ. <i>δFειδ</i>-). Η [[μορφή]] του α' συνθετικού <i>θεού</i>- μπορεί να αποδοθεί σε [[αντέκταση]] [[μετά]] τη σίγηση του -<i>F</i>- του θ., ενώ δυσερμήνευτη [[είναι]] η [[μετατροπή]] του -<i>δεής</i> σε -<i>δής</i>. Ίσως λόγω συγχύσεως με το β' συνθετικό -<i>ειδής</i>, όπως φαίνεται από τη [[χρήση]] του επιθ. σε ορισμένους συγγραφείς]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A fearing God, Hom. only in Od., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής 6.121, 8.576, 9.176; θεουδέα θυμὸν ἔχοντα 19.364; βασιλῆος . . ὅς τε θεουδής . . εὐδικίας ἀνέχῃσι 19.109, cf. MAMA1.171 (Laodicea Combusta), etc. Adv. -δῶς Orph.Fr.169. (θεο-δϝής contr. fr. θεο-δϝεής, compd. of θεός and δέος: but taken as if = θεοειδής by late Poets, as Q.S.1.65, 3.775.)
German (Pape)
[Seite 1198] ές (schwerlich = θεοειδής, was nach der Analogie θεώδης gäbe, richtiger mit Buttm. Lexil. I, 169 ff. θεός u. δέος, für θεοδεής), gottesfürchtig, fromm, νόος, θυμός, Od. 6, 121. 19, 364; βασιλεὺς θεουδὴς ἀνάσσων 19, 109. Bei sp. D., wie Qu. Sm. 1, 64. 3, 775, übh. = θεῖος.
Greek (Liddell-Scott)
θεουδής: -ές, φοβούμενος τὸν θεόν, «θεοφοβούμενος», εὐσεβής, Λατ. pius, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδὴς Ζ. 121, πρβλ. Θ. 201, Ι. 176˙ θεουδέα θυμὸν ἔχοντα Τ. 364˙ βασιλῆος... ὅστε θεουδὴς Τ. 109˙ οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (Κοινῶς θεωρεῖται ὡς συνῃρημ. ἐκ τοῦ θεοειδής˙ ἀλλ’ ἡ ἀναλογία θὰ ἀπῄτει θεώδης, πρὸς δὲ καὶ ἡ ἔννοια αὕτη δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ συμφραζόμενα. Πιθανῶς ὀρθῶς φρονεῖ ὁ Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.) νομίζων τὴν λέξιν ὡς ποιητ. κατὰ μεταπλασμὸν τύπου τοῦ θεοδεής, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Β. 119, καὶ τὰ Παλατιν. Σχόλ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν διὰ τοῦ δεισιδαίμων. Μεταγεν. ὅμως ποιηταί, ὡς Κόϊντ. Σμ. 1. 64., 3. 775, χρῶνται τῷ θεουδὴς ἀκριβῶς ὡς συνωνύμῳ τῷ θεῖος.)
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui craint les dieux, pieux, religieux.
Étymologie: θεός, δέος.
English (Autenrieth)
(θεός, δϝέος): god-fearing, pious. (Od.)
Greek Monolingual
θεουδής, -ές (Α)
1. ο ευσεβής, ο θεοφοβούμενος
2. ο θεοειδής.
επίρρ...
θεουδῶς (Α)
ευσεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-δεής (θεο-δFεής) < θεο- + -δεής < δέος < δείδω (θ. δFειδ-). Η μορφή του α' συνθετικού θεού- μπορεί να αποδοθεί σε αντέκταση μετά τη σίγηση του -F- του θ., ενώ δυσερμήνευτη είναι η μετατροπή του -δεής σε -δής. Ίσως λόγω συγχύσεως με το β' συνθετικό -ειδής, όπως φαίνεται από τη χρήση του επιθ. σε ορισμένους συγγραφείς].