πεῖραρ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(Autenrieth)
(31)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ατος: (1) pl. πείρατα, ends, limits; γαίης καὶ πόντοιο, Il. 8.478; τέχνης, ‘tools,’ ‘implements,’ [[which]] [[bring]] to [[completion]], Od. 3.433; ‘[[chief]] points’ in [[each]] [[matter]], Il. 23.350; [[sing]]., [[decision]], Il. 18.501, cf. Od. 23.248.—(2) [[cord]], [[rope]]; [[fig]]., ὀλέθρου πείρατα, ‘snares’ or ‘cords’ of [[destruction]], cf. Psalm xviii. 6, 2 Sam. xxii. 6; ὀιζύος, ‘[[net]]’ of [[woe]], Od. 5.289; so πολέμοιο, νίκης, Il. 13.358.
|auten=ατος: (1) pl. πείρατα, ends, limits; γαίης καὶ πόντοιο, Il. 8.478; τέχνης, ‘tools,’ ‘implements,’ [[which]] [[bring]] to [[completion]], Od. 3.433; ‘[[chief]] points’ in [[each]] [[matter]], Il. 23.350; [[sing]]., [[decision]], Il. 18.501, cf. Od. 23.248.—(2) [[cord]], [[rope]]; [[fig]]., ὀλέθρου πείρατα, ‘snares’ or ‘cords’ of [[destruction]], cf. Psalm xviii. 6, 2 Sam. xxii. 6; ὀιζύος, ‘[[net]]’ of [[woe]], Od. 5.289; so πολέμοιο, νίκης, Il. 13.358.
}}
{{grml
|mltxt=και πεῑρας, -<i>ατος</i>, τὸ, Α<br />(επικ., ιων. και λυρ. τ.) <b>βλ.</b> [[πέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πέρας]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖραρ Medium diacritics: πεῖραρ Low diacritics: πείραρ Capitals: ΠΕΙΡΑΡ
Transliteration A: peîrar Transliteration B: peirar Transliteration C: peirar Beta Code: pei=rar

English (LSJ)

(also πεῖρας, v. infr. 1.5), ᾰτος, τό, Ep., Ion., and Lyr. form of πέρας,

   A end, limit, οὐδ' εἴ κε τὰ νείατα πείραθ' ἵκηαι γαίης καὶ πόντοιο Il. 8.478, cf. Od. 5.463, 11.13.    2 completion, οὐ γάρ πω πάντων ἐπὶ πείρατ' ἀέλων ἤλθομεν the end of our labours, 23.248.    3 achievement, execution, mode or means of execution, ᾧ παιδὶ ἑκάστου πείρατ' ἔειπε Il.23.350 ; πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν Pi. P.4.220 ; εἰ δέ τις ἀνδρῶν ἡμετέρης τέχνης πείρατά φησιν ἔχειν says he possesses the secret ( = power of execution) of my art, Zeuxisin PLG2.318, cf. IG 3.399 ; νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι the achievement of victory is dependent on the gods, Il. 7.102 ; νίκης ἐν θεοῖσι πείρατα Archil. 55.    4 final decision, verdict, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il.18.501.    5 doom, ἐκφυγέειν μέγα π. ὀϊζύος Od.5.289 ; ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου πείραθ' ἵκηαι Il.6.143 ; πεῖρας θανάτου Pi.O.2.31.    II instrument, tool, ἦλθε δὲ χαλκεὺς ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, πείρατα τέχνης, ἄκμονά τε σφῦράν τ' εὐποίητόν τε πυράγρην Od.3.433, cf. Sch. Dad loc.    2 esp. tackle, rope, δησάντων σ'. . ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ' αὐτοῦ πείρατ' ἀνήφθω Od.12.51 ; οὐδ' ἔτι δεσμά σ' ἔρυκε, λύοντο δὲ πείρατα πάντα h.Ap. 129 : metaph., πτολέμοιο πεῖραρ . . τάνυσσαν Il.13.359 : Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται 7.402 ; πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπτο Od. 22.33 ; καιρὸν εἰ φθέγξαιο, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ Pi.P.1.81. (περ-Fṛ-, περ-Fṇ-τ-, cogn. with πείρω, πόρος.)

German (Pape)

[Seite 545] ατος, τό, auch πεῖρας, poet. statt πέρας, das Ende, das Aeußerste; πείρατα γαίης, Il. 8, 478. 14, 200. 301 Od. 4, 563; die Enden der Schiffstane, die Taue selbst, ἐκ δ' αὐτοῦ πείρατ' ἀνήφθω, 12, 51. 162. 179 h. Apoll. 129. Uebtr. das letzte Ende, Erfolg, Ziel, Ausgang; ἄμφω δ' ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖρας ἑλέσθαι, Il. 18, 501, die Sache zu Ende bringen; ὕπερθεν νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι, 7, 102, die Entscheidung des Sieges, wie πολέμου 13, 359; πεῖραρ ὀλέθρου, die Vollendung des Verderbens, d. i. das Verderben selbst, ὀλέθρου gen. definit., wie τέλος θανάτοιο, der ὄλεθρος ist eben das πεῖραρ, 6, 143. 7, 402. 12, 79 Od. 22, 33. 41; πεῖραρ ὀϊζύος, 5, 289; so auch Pind. κέκριται πεῖρας θανάτου, Ol. 2, 34, der auch verbindet πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν, P. 4, 220, vgl. 1, 81; daher = die Hauptsache, worauf es am meisten ankommt, ἐπεὶ ᾡ παιδὶ ἑκάστου πείρατ' ἔειπεν, Il. 23, 350. Auch was einer Sache die Vollendung giebt, wie Od. 3, 433 die Werkzeuge des Goldschmiedes, mit denen er seine Arbeiten fertigt, πείρατα τέχνης heißen. – Spätere Dichter haben einzeln diese Vrbdgn nachgeahmt, wie Mel. 21 (XII, 158) ἐν σοί μοι ζωῆς πείρατα καὶ θανάτου.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖραρ: ἐν Πινδ. Ο. 2. 57 πεῖρας, -ᾰτος, τό· (ἴδε περάω Α)· - Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἀντὶ πέρας, τέλος, ἄκρον, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οὐδ’ εἴ κε τὰ νείατα πείραθ’ ἵκηαι γαίης καὶ πόντοιο Ἰλ. Θ. 478· ἐς Ἠλύσιον πεδίον καὶ π. γαίης Ὀδ. Δ. 463· ἐς π. Ὠκεανοῖο Λ. 13. 2) ἀπολ., πείρατα, τὰ ἄκρα σχοινίων (πρβλ. πειραίνω), ἐκ δ’ αὐτοῦ πείρατ’ ἀνήφθω, «ἐκ δ’ αὐτοῦ πείρατα ἀνῆφθαι λέγει ἀντὶ τοῦ, τὰ πείρατα τῶν σχοινίων ἐνδεδέσθαι ἢ τοῦ Ὀδυσσέως ἢ ἐκεῖ περὶ τὴν ἱστοπέδην» (Εὐστ.), Ὀδ. Μ. 51, 162, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 129· μεταφορ., πολέμοιο ... πεῖραρ τάνυσσαν (ἴδε τανύω Ι. 3, ἐπαλλάσσω Ι) Ἰλ. Ν. 359. ΙΙ. τὸ τέλοςἀποτέλεσμα πράγματός τινος, ἄμφω δ’ ἱέσθην ἐπὶ ἵστορι πεῖραρ ἑλέσθαι, «ἀμφότεροι δὲ ἐβούλοντο ἐπὶ μάρτυρι πέρας λαβεῖν καὶ δικάσασθαι» (Θ. Γαζῆς), Σ. 501· ἐπὶ πείρατ’ ἀέθλων ἤλθομεν Πινδ. Π. 4. 391· ἑκάστου πείρατ’ ἔειπεν, «ἑκάστου τέλος ἐδήλωσεν, ἤγουν τὸ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἀποβησόμενον», (Σχ.) Ἰλ. Ψ. 350, πρβλ. συντανύω· - συχν. πλεοναστικῶς (ὡς τὸ τέλος), πείρατα νίκης, δηλ. νίκη, Η. 102, πρβλ. Ἀρχίλ. 50· πείρατ’ ὀλέθρου, ὃ ἐστιν ὄλεθρος, Ἰλ. Ζ. 143, Ὀδ. Χ. 33, κτλ.· πεῖραρ ὀϊζύος Ε. 289· πεῖρας θανάτου Πινδ. Ο. 2. 57. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀποπερατοῦν πρᾶγμά τι· ὅθεν τοῦ χρυσοχόου τὰ ἐργαλεῖα κατὰ τὸν Ὅμηρον καλοῦνται πείρατα τέχνης, ὅ ἐστι περατωτικά, δι’ ὧν ἡ χαλευτικὴ τέχνη τελειοποιεῖται, Ὀδ. Γ. 433, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 428, Ἀριστείδ. 2. 386.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
A. I. terme, extrémité, fin ; τὰ πείρατα les extrémités de la terre, de la mer ; particul. extrémité d’un câble, bout d’une corde;
II. fig. :
1 but, terme, fin : πεῖραρ ἑλέσθαι IL atteindre le but, càd terminer une contestation;
2 le plus haut point, l’extrémité, le dernier degré, le terme;
3 point extrême d’une chose, partie essentielle;
B. ce qui donne à une chose son achèvement.
Étymologie: R. Περ, traverser ; cf. πέρα, πέρας.

English (Autenrieth)

ατος: (1) pl. πείρατα, ends, limits; γαίης καὶ πόντοιο, Il. 8.478; τέχνης, ‘tools,’ ‘implements,’ which bring to completion, Od. 3.433; ‘chief points’ in each matter, Il. 23.350; sing., decision, Il. 18.501, cf. Od. 23.248.—(2) cord, rope; fig., ὀλέθρου πείρατα, ‘snares’ or ‘cords’ of destruction, cf. Psalm xviii. 6, 2 Sam. xxii. 6; ὀιζύος, ‘net’ of woe, Od. 5.289; so πολέμοιο, νίκης, Il. 13.358.

Greek Monolingual

και πεῑρας, -ατος, τὸ, Α
(επικ., ιων. και λυρ. τ.) βλ. πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας.