κηκίω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[κίω]]): [[gush]] [[forth]], Od. 5.455†.
|auten=([[κίω]]): [[gush]] [[forth]], Od. 5.455†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηκίω]], δωρ. τ. [[κακίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναβλύζω]], [[εκρέω]], [[τρέχω]] άφθονα (α. «[[θάλασσα]] δὲ κήκιε πολλὴ ἂν [[στόμα]] τε ῥῑνάς τε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον [[αἷμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναπέμπω]] («θερμὴν ἔτι κήκιε [[πόντος]] [[ἀϋτμήν]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κηκίομαι</i><br />(για [[αίμα]]) [[στάζω]] άφθονα, [[αναβλύζω]] («θερμοτάτην αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων» — το θερμότατο [[αίμα]] που ανάβλυζε από τις πληγές, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κηκίς]]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηκίω Medium diacritics: κηκίω Low diacritics: κηκίω Capitals: ΚΗΚΙΩ
Transliteration A: kēkíō Transliteration B: kēkiō Transliteration C: kikio Beta Code: khki/w

English (LSJ)

Dor. κᾱκίω Hsch.:—

   A gush, bubble forth, θάλασσα . . κήκῐε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε much brine gushed up through his mouth, Od.5.455, cf.A.R.1.542; ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα S.Ph.784: c.acc.cogn., bubble with, send forth, κήκιε πόντος ἀϋτμήν A.R.4.929:—Med., ooze, αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων S.Ph.697. [ῐ Ep.: ῑ S.ll.cc.]

German (Pape)

[Seite 1430] hervorquellen, -sprudeln, reichlich ausströmen; θάλασσα κήκιε πολλὴ ἂν στόμα, viel Meerwasser strömte aus dem Munde, Od. 5, 455; στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ' ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Soph. Phil. 784; pass., τὰν θερμοτάταν αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων, der aus der Wunde herausgetrieben wird, hervordringt, 690; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 542; θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν 4, 929; vom Rauch, Qualm, θυέων τ' ἄπο τηλόθι κήκιε λιγνύς 1, 1188. [Hom. u. Ep. haben ι kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

κηκίω: (κηκίς), ἐκρέω, θάλασσα... κήκῐε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε, πολὺ θαλάσσιον ὕδωρ ἀνεφέρετο ἐκ τοῦ στομάχου αὐτοῦ καὶ ἐξέρρεεν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ τῶν ῥωθώνων, Ὀδ. Ε. 455 (πρβλ. ἀνακηκίω)· ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Σοφ. Φιλ. 784, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 542· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀναπέμπω, ἀϋτμὴν ὁ αὐτ. Δ. 929· οὕτως ἐν τῷ παθ., αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων Σοφ. Φιλ. 696. ῐ Ἐπικ., ἀλλὰ ῑ Ἀττ., πρβλ. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
Pass. seul. part. prés.
ruisseler, couler le long (du corps);
Moy. κηκίομαι se répandre hors de, gén..
Étymologie: DELG étym. inconnue.

English (Autenrieth)

(κίω): gush forth, Od. 5.455†.

Greek Monolingual

κηκίω, δωρ. τ. κακίω (Α)
1. αναβλύζω, εκρέω, τρέχω άφθονα (α. «θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῑνάς τε», Ομ. Οδ.
β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον αἷμα», Σοφ.)
2. αναπέμπω («θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν», Απολλ. Ρόδ.)
3. μέσ. κηκίομαι
(για αίμα) στάζω άφθονα, αναβλύζω («θερμοτάτην αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων» — το θερμότατο αίμα που ανάβλυζε από τις πληγές, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κηκίς].