οἶκτος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(Autenrieth) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(οἴ, ‘[[alas]]!’): [[exclamation]] of [[pity]], [[pity]], [[compassion]]. | |auten=(οἴ, ‘[[alas]]!’): [[exclamation]] of [[pity]], [[pity]], [[compassion]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶκτος]])<br />[[αίσθημα]] λύπης για την [[κατάσταση]] κάποιου, [[ευσπλαγχνία]], [[συμπάθεια]] («δι' οὶκτου χεῑρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφρόνηση]], [[αποτροπιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρήνος]], [[οδυρμός]] («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] οίκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. «[[θρήνος]], [[οδυρμός]]» της λ. [[οἶκτος]] οδηγεί στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[οἴζω]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οιζύς</i>, [[οίμοι]]). Η [[οικογένεια]] της λ. [[οἶκτος]] [[είναι]] συνώνυμη με εκείνην της λ. [[ἔλεος]], [[αλλά]] περισσότερο εκφραστική]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (οἴζω)
A pity, compassion, οἶ. δ' ἕλε λαὸν ἅπαντα Od.2.81, cf. 24.438 ; οἶ. τις ἴσχει ἀποκτεῖναι a feeling of pity prevents him from... Hdt.5.92.γ, cf. Th.3.40 ; οἴκτου πλέως S.Ph.1074 ; ἔχειν οἶκτον φρενί Id.Aj.525 ; ἐμοὶ γὰρ οἶ. δεινὸς εἰσέβη Id.Tr.298 ; ἐμοὶ μὲν οἶ. δεινὸς ἐμπέπτωκέ τις Id.Ph.965 ; θνητοὺς . . ἐν οἴκτῳ προθέμενος A. Pr.241 ; δι' οἴκτου ἔχειν τινά E.Hec.851 ; εἰσῆλθέ μ' οἶ. εἰ . . Id.Med. 931 : c. gen. objecti, compassion for . ., πόθος καὶ οἶ. τῆς πόλιος Hdt. 1.165, cf. E.Hec.519 : in A.Supp.486, οἰκτίσας ἰδών (Herm.) shd. be read for οἶκτος εἰσιδών. 2 lamentation, piteous wailing, Simon.4.3 ; οἶ. οὔτις ἦν διὰ στόμα A.Th.51 ; τόνδε κλύουσαν οἶ. Id.Ch.411(lyr.) ; οἶκτον [οἰκτρὸν] ἀΐων Id.Supp.59 (lyr.) ; κλύω τινὸς οἴκτου S.Tr.864 ; οὐκ οἴκτου μέτα Id.OC1636 : pl., παθόντος οἴκτοις by the wailings of the sufferer, A.Supp.386 (lyr.) ; ἄϊον οἴκτους οὓς οἰκτίζῃ E.Tr.155 (anap.) ; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐξαιρήσομεν καὶ τοὺς οἴ. Pl.R.387d ; οἴκτων λήγετε E.Ph.1584, cf.And.1.48, Pl.Ap.37a,Lg.949b.
Greek (Liddell-Scott)
οἶκτος: ὁ, (οἴ) λύπη, συμπάθεια, αἴσθημα οἴκτου, οἶκτος δ’ ἕλε λαὸν ἅπαντα Ὀδ. Β. 81, πρβλ. Ω. 438· οἶκτός τις ἴσχει κατακτείνειν, αἴσθημα οἴκτου τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ τοῦ νά..., Ἡρόδ. 5. 92, 3· οἴκτου πλέως Σοφ. Φιλ. 1074· οἶκτον ἔχειν φρενὶ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 525· ἐμοὶ γὰρ οἶκτος δεινὸς εἰσέβη ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 299· ἐμοὶ μὲν οἶκτος δεινὸς ἐμπέπτωκέ τις ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 965· θνητοὺς ... ἐν οἴκτῳ προθέμενος Αἰσχύλ. Πρ. 239 δι’ οἴκτου ἔχειν τινὰ Εὐρ. Ἑκάβ. 851· εἰσῆλθέ μ’ οἶκτος εἰ ... ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 931· - μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, συμπάθεια πρὸς ..., πόθος καὶ οἶκτος τῆς πόλιος Ἡρόδ. 1. 165, πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 519· - ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 486, τοῦ Linwood ἡ διόρθωσις, οἰκτίσας ἰδὼν τάδε, εἶναι σχεδὸν ἀναγκαία. 2) ἔκφρασις οἴκτου ἢ λύπης, θρῆνος, λυπηρὸς ὀδυρμός, Σιμωνίδ. 5· οἶκτος οὔτις ἦν διὰ στόμα Αἰσχύλ. Θήβ. 51· τόνδε κλύουσαν οἶκτον ὁ αὐτ. ἐν Χο. 411· οἰκτρὸν οἶκτον ἀΐων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 59· κλύω τινὸς οἴκτου Σοφ. Τρ. 864· οὐκ οἴκτου μέτα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1636· - καὶ ἐν τῷ πληθ., παθόντος οἴκτοις, διὰ τῶν θρήνων καὶ ὀδυρμῶν τοῦ παθόντος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386 (λυρ.)· ἄϊον οἴκτους οὓς οἰκτίζει Εὐρ. Τρῳ. 155· τοὺς ὀδυρμοὺς ἐξαιρήσομεν καὶ τοὺς οἴκτους Πλάτ. Πολ. 387D· οἴκτων λήγετε Εὐρ. Φοίν. 1584. πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 28, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, Νόμ. 949Β. ΙΙ. ἀντικείμενον οἴκτου, Πλουτ. Μάρ. 1, πρβλ. Schäf. 5, σ. 107.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 lamentation;
2 pitié, compassion.
Étymologie: οἴ.
English (Autenrieth)
(οἴ, ‘alas!’): exclamation of pity, pity, compassion.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ οἶκτος)
αίσθημα λύπης για την κατάσταση κάποιου, ευσπλαγχνία, συμπάθεια («δι' οὶκτου χεῑρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», Ευρ.)
νεοελλ.
περιφρόνηση, αποτροπιασμός
αρχ.
1. θρήνος, οδυρμός («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», Αισχύλ.)
2. αντικείμενο οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. «θρήνος, οδυρμός» της λ. οἶκτος οδηγεί στη σύνδεση της με το ρ. οἴζω «θρηνώ, οδύρομαι» (πρβλ. οιζύς, οίμοι). Η οικογένεια της λ. οἶκτος είναι συνώνυμη με εκείνην της λ. ἔλεος, αλλά περισσότερο εκφραστική].