κακότεχνος: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(Autenrieth) |
(18) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[τέχνη]]): devised in [[evil]]; [[δόλος]], Il. 15.14†. | |auten=([[τέχνη]]): devised in [[evil]]; [[δόλος]], Il. 15.14†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακότεχνος]], -ον) [[κακώς]] κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, [[άτεχνος]], [[άκομψος]], [[ακαλαίσθητος]] («κακότεχνη [[εικόνα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[κακός]] [[τεχνίτης]], [[ακαλαίσθητος]] [[τεχνίτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες<br /><b>2.</b> (για [[βιβλίο]]) αυτό που περιέχει μαγικές τέχνες<br /><b>3.</b> [[δόλιος]], [[πονηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για άσεμνους χορούς ή άσματα) [[ασελγής]], [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοτέχνως</i> και <i>κακότεχνα</i> (AM κακοτέχνως) άκομψα, με άτεχνο τρόπο, με κακή [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br />άσχημα, με μαγικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>τεχνος</i>, <i>φιλό</i>-<i>τεχνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (τέχνη)
A using evil practices, artful, δόλος Il.15.14: esp. in mal. part., lascivious, AP5. 128 (Autom.): Sup., ib.131 (Phld., v.l. κατατ-); of songs, Plu.2.706d. Adv. -νως with bad art, Ph.1.195.
German (Pape)
[Seite 1304] böse Künste anwendend, arglistig, boshaft; δόλος Il. 15, 14, vgl. κακοτεχνής; – von schlechter Kunst, σχήματα ὀρχηστρίδος Automed. 3 (V, 129), wie κακοτεχνότατον κίνημα Philodem. 21 (V, 132), von wollüstigen Tänzen; ᾠδαὶ κακ. καὶ κακόζηλοι Plut. Symp. 7, 5, 4; τέχναι S. Emp. adv. rhet. 36. – Adv. bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακότεχνος: -ον, (τέχνη) κακῶς τετεχνασμένος, ἢ μάλα δὴ κακότεχνος.. σὸς δόλος Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ κακοτεχνής, Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = ἀτέχνως, Φίλων 1. 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fourbe, artificieux;
2 qui procède d’un art malsain, corrupteur (chant, danse, etc.).
Étymologie: κακός, τέχνη.
English (Autenrieth)
(τέχνη): devised in evil; δόλος, Il. 15.14†.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακότεχνος, -ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα»)
νεοελλ.
(για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης
μσν.
1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες
2. (για βιβλίο) αυτό που περιέχει μαγικές τέχνες
3. δόλιος, πονηρός
αρχ.
(για άσεμνους χορούς ή άσματα) ασελγής, λάγνος.
επίρρ...
κακοτέχνως και κακότεχνα (AM κακοτέχνως) άκομψα, με άτεχνο τρόπο, με κακή τέχνη
μσν.
άσχημα, με μαγικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος, φιλό-τεχνος].