Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπερπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(Autenrieth)
(43)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. [[ὑπέρπτατο]]: [[fly]] [[over]], [[fly]] [[past]] (the marks), Od. 8.192.
|auten=aor. [[ὑπέρπτατο]]: [[fly]] [[over]], [[fly]] [[past]] (the marks), Od. 8.192.
}}
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[ὑπερπέταμαι]] Α<br /><b>1.</b> [[πετώ]] από [[πάνω]] με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> [[πετώ]] [[πέρα]] από ένα [[σημείο]] («[[ὅταν]] ὑπερπτῶνται τὸ [[ὄρος]] [οἱ πελεκᾱνες]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέτομαι]] / [[πέταμαι]] «[[πετώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπέτομαι Medium diacritics: ὑπερπέτομαι Low diacritics: υπερπέτομαι Capitals: ΥΠΕΡΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperpétomai Transliteration B: hyperpetomai Transliteration C: yperpetomai Beta Code: u(perpe/tomai

English (LSJ)

also ὑπερπέταμαι, ὑπερίπταμαι (qq.v.): Ep. aor. -πτάμην, in Prose

   A -επτόμην Arist.HA597a12: aor. Act. -έπτην S.Ant. (v. infr.), Ph.1.165: in late Prose also -επετάσθην (v. infr.): (v. πέτομαι):—fly over, of a spear, ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Il.13.408, 22.275, cf. Od.22.280; of birds, Arist.HA541a28, Philostr.VA2.10: aor. Act., ἀετὸς ἐς γᾶν ὑπερέπτα S.Ant.113 (anap.).    2 c. acc., fly over or beyond, ὁ δ' [λᾶας] ὑπέρπτατο σήματα πάντων Od.8.192; of birds, ὑ. τὸ ὄρος Arist.HA597a12; ὑπερπετασθῆναι πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης D.S.4.51, cf. Luc.Rh.Pr.6: also c. gen., A.R.2.1252, Plu.Pomp.25.    3 metaph., skip over, εἴδη καὶ γένη Ph.1.165.

German (Pape)

[Seite 1200] (s. πέτομαι), dep. med., darüber hinfliegen; ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος, Il. 13, 408. 22, 275; ὁ (λᾶας) δ' ὑπέρπτατο σήματα πάντα, Od. 8, 192, vgl. 22, 280; αἰετὸς ἐς γᾶν ὡς ὑπερέπτα, Soph. Ant. 113.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι· ἀόριστ. -επτάμην, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ -επτόμην· παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις καὶ -επετάσθην (ἴδε κατωτ.)· - ἴδε ὑπερίπταμαι, ὑπερπέταμαι· ἀποθ. (ἴδε πέτομαι). Φέρομαι ἄνωθεν μετὰ ταχύτητος, ἐπὶ δόρατος, ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Ἰλ. Ν. 408, Χ. 275, πρβλ. Ὀδ. Χ. 280· ἐπὶ πτηνῶν ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 13., 8. 12, 4· - ἐνεργ. ἀόρ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ἀντ. 113, ὀξέα κλάζων αἰετὸς εἰς γᾶν ὣς ὑπερέπτα. 2) μετ’ αἰτιατ., πέτομαι ὑπεράνωπέραν, ὁ δ’ [[[λᾶας]]] ὑπέρπτατο σήματα πάντα Ὀδ. Θ. 192· ἐπὶ πτηνῶν, ὑπ. τὸ ὅρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4· ὡσαύτως μετὰ γενικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1252, Ἀνθολ. Παλ. 5. 259, Πλουτ. Πομπ. 25.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπερίπταμαι.
Étymologie: ὑπέρ, πέτομαι.

English (Autenrieth)

aor. ὑπέρπτατο: fly over, fly past (the marks), Od. 8.192.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. ὑπερπέταμαι Α
1. πετώ από πάνω με μεγάλη ταχύτητα («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.)
2. πετώ πέρα από ένα σημείοὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος [οἱ πελεκᾱνες]», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πέτομαι / πέταμαι «πετώ»].