ὀπτάω: Difference between revisions
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ὀπτός]]), ipf. ὄπτων ([[ὤπτων]]), aor. [[ὤπτησα]], ὄπτησα, [[pass]]. aor. inf. ὀπτηθῆναι: [[roast]] on the [[spit]]; w. [[part]]. gen., [[κρεῶν]], Od. 15.98. | |auten=([[ὀπτός]]), ipf. ὄπτων ([[ὤπτων]]), aor. [[ὤπτησα]], ὄπτησα, [[pass]]. aor. inf. ὀπτηθῆναι: [[roast]] on the [[spit]]; w. [[part]]. gen., [[κρεῶν]], Od. 15.98. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:07, 17 August 2017
English (LSJ)
pf.
A ὤπτηκα Euphro 1.5 : irreg. part. Pass. ὀπτεύμενος Theoc.7.55: Dor. pres. part. ὀπτᾶντες Epich.164: fut. Med. ὀπτήσομαι (in pass. sense) Luc.Asin.31 : aor. Pass., ὀπτηθῆναι Od.20.27 : pf. Pass. ὤπτημαι Ar.Fr.627: (ὀπτός (A), q. v.) :—roast, broil, κρέα ὤπτων Od.3.33, etc. ; σπλάγχνα δ' ἄρ' ὀπτήσαντες ἐνώμων 20.252 ; ὤπτησάν τε περιφραδέως Il.1.466,2.429 : also c. gen. partit., ὀπτῆσαί τε κρεῶν roast some meat, Od.15.98 ; then in Hdt.9.120, Ar.Av.1690, X.Cyr.8.2.6, etc. ; broil or fry fish, Ar.Fr.l.c., Crates Com.17, al.; fry an egg, PLit.Lond. 170 (i A. D.); toast cheese, Eub.150.2.—Hence it appears that ὀπτᾶν was used of all kinds of cooking by means of fire or dry heat, opp. ἕψω (boil in water), which never appears in Hom., whose heroes ate only roast meat, κρέα δὲ μόνον ὤπτων, ἐπεὶ ἕψοντά γ' οὐ πεποίηκεν αὐτῶν οὐδένα Eub.120. 2 bake bread, Hdt.2.47 ; ὅκως ὀπτῷτο (v.l. ὀπτῴη) ὁ ἄρτος Id.8.137, cf. X.An.5.4.29; ὀπτᾶν πλακοῦντας Ar.Ra.507 ; also of bricks or pottery, bake, burn, Hdt.1.179 ; καλῶς ὠπτημένη [χύτρα] Pl.Hp.Ma.288d; ὁ ὀπτώμενος κέραμος Arist. Mete.383a21. 3 bake, scorch, of the sun, ἐπεὶ τόκα μ' ἅλιος ὀπτῇ BionFr.15.12 ; ἡ γῆ ὀπτᾶται ὑπὸ τοῦ ἡλίου X.Oec.16.14. 4 metaph. (as we say), 'roast' a man, τοῦτον ὀπτᾶν καὶ στρέφειν Ar.Lys. 839, cf. Sopat.6.9 (Pass.):—Pass., of the fire of love, ὀπτεύμενον ἐξ Ἀφροδίτας Theoc.7.55, cf. 23.34, AP12.92.7 (Mel.): so, prob., in Act., Sapph.115.
German (Pape)
[Seite 363] poet. auch ὀπτέω (verwandt mit ἕψω), braten, rösten; bei Hom. immer vom Zubereiten des Fleisches über dem Feuer, κρέα ὤπτων, Od. 3, 33 u. öfter, ὤπτησαν δὲ περιφραδέως, Il. 2, 429 u. öfter, auch mit dem gen. partit., ὀπτῆσαί τε κρεῶν, Od. 15, 98, auch pass., ὀπτηθῆναι, 20, 27; κρέα, Ar. Av. 1689; Comic. bei Ath. öfter; vom Brote, ὅκως ὀπτῷτο ὁ ἄρτος, Her. 8, 137, wie Xen. An. 5, 4, 29; πλακοῦντας, Ar. Ran. 508; τὰ κρέα ἕψειν καὶ ὀπτᾶν, Plat. Euthvd. 301 c; Folgde; von ἕψειν unterschieden, Philochor. bei Ath. XIV, 656 a; Xen. Cyr. 8, 2, 6. – Uebertr. sagt Ar. ὀπτᾶν καὶ στρέφειν τινά, Lys. 839; vgl. Xen. Oec. 16, 14, wo es von dem Ausdörren des Landes durch die Sonne gesagt ist; von der Liebesglut, wie torrere, Theocr. 7, 55, ὀπτεύμενον ἐξ Ἆφροδίτης, vgl. 23, 34; ὀπτᾶσθ' ἐν κάλλει, Mel. 4 (XII, 92); vgl. Callim. 12 (XII, 134). – Auch von irdenen Geschirren, Töpferwaaren, brennen; καλῶς ὠπτημένη χύτρα, Plat. Hipp. mai. 288 d; Sp., wie Luc. Lexiph. 7, der ὀπτήσομαι pass. gebraucht, Asin. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτάω: Ἰων.-έω, Ἡρόδ. 9. 120· ― ἀνώμαλός τις μετοχ. ἐνεστ. ὀπτεύμενος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ.· καὶ μέσ. μέλλ. ὀπτήσομαι (ἐπὶ παθ. σημασ.) ἐν Λουκ. Ὄνῳ 31· (ὀπτός, ὃ ἴδε) Ὀπτῷ, κοινῶς «ψήνω», κρέα ὤπτων Ὀδ. Γ. 33, κτλ.· σπλάγχνα δ’ ἄρ’ ὀπτήσαντες ἐνώμων Υ. 252· ὤπτησάν τε περιφαδέως Ἰλ. Α. 466, Β. 429· ὡσαύτως μετὰ γεν. διαιρετ., ὀπτῆσαί τε κρεῶν, μέρος τῶν κρεῶν, Ὀδ. Ο. 98· ― ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 8. 2, 6, κτλ.· παρὰ τοῖς Κωμ. συχνάκις «ψήνω» ἢ τηγανίζω ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 524· ἰχθῦς τ’ ὀπτᾶν Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, κ. ἀλλ.· ψήνω τυρόν, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ― Ἐντεῦθεν καταφαίνεται ὅτι μετεχειρίζοντο τὸ ὀπτᾶν ἐπὶ τοῦ μαγειρεύειν διὰ ξηρᾶς θερμότητος ἤτοι διὰ πυρὸς ἄνευ ὕδατος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἕψω, βράζω ἐν ὕδατι, ὅπερ οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμήρῳ ἀπαντᾷ· καὶ ὁ Εὔβουλ. (ἐν Ἀδήλ. 2) παρατηρεῖ ὅτι οἱ τοῦ Ὁμήρου ἥρωες ἔτρωγον μόνον ὀπτὸν κρέας, ― κρέα δὲ μόνον ὤπτων, ἐπεὶ ἕψοντά γ’ οὐ πεποίηκεν αὐτῶν οὐδένα. ― Παθ., ὀπτηθῆναι Ὀδ. Υ. 27. 2) ψήνω ἄρτον, Ἡρόδ. 2. 47· ὅκως ὀπτῷτο ὁ ἄρτος ὁ αὐτ. 8. 137, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ὀπτᾶν πλακοῦντας Ἀριστοφ. Βάτρ. 507· ― ὡσαύτως ἐπὶ πλίνθων ἢ πηλίνων ἀγγείων, Ἡρόδ. 1.179· καλῶς ὠπτημένη [[[χύτρα]]] Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 288D· ὁ ὀπτώμενος κέραμος Ἀριστ. Μετεωρ. 4.6,6. 3) «ψήνω», σκληρύνω, ἐπεὶ τόκα μ’ ἥλιος ὀπτῇ Βίων 612· ἡ γῆ ὀπτᾶται ὑπὸ τοῦ ἡλίου (οὕτως ὁ Οὐεργίλ. terram excoquere), Ξεν. Οἰκ. 16. 14. 4) μεταφορ. (ὡς καὶ νῦν ἔτι), «ψήνω»τινά, βασανίζω, τοῦτον ὀπτᾶν καὶ στρέφειν Ἀριστ. Λυσ. 839. ― Παθ., ὡς τὸ Λατ. uror, ἐπὶ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Θεόκρ. 7. 55., 23. 34, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 92, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ὤπτων, f. ὀπτήσω, ao. ὤπτησα, pf. inus.
Pass. ao. ὠπτήθην, pf. ὤπτημαι;
1 faire rôtir ou griller : κρέα ou κρεῶν OD des viandes;
2 faire cuire;
3 brûler, dessécher.
Étymologie: ὀπτός¹.
English (Autenrieth)
(ὀπτός), ipf. ὄπτων (ὤπτων), aor. ὤπτησα, ὄπτησα, pass. aor. inf. ὀπτηθῆναι: roast on the spit; w. part. gen., κρεῶν, Od. 15.98.