θαμά: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en grand nombre;<br /><b>2</b> souvent, fréquemment, en se succédant rapidement.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[θημών]], [[θωμός]]. | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en grand nombre;<br /><b>2</b> souvent, fréquemment, en se succédant rapidement.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[θημών]], [[θωμός]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>θᾰμᾰ</b> <br /> <b>1</b> [[often]] παίζομεν φίλαν [[ἄνδρες]] ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.17) [φύονται πολιαὶ θαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον (θαμάκι v. l.) (O. 4.27) ] ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι (O. 7.12) μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν (P. 3.78) “ἦ μὰνὤτρυνον θαμὰ” (P. 4.40) νόμον λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων (P. 12.25) λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.17) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν [[οὐκ]] ἀπείρατοι δόμοι [[ἐντί]] (N. 1.22) θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον [[ἄωτον]] (N. 2.9) [[θαμά]] κε ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.15) [[Αἰγᾶθεν]] [[ποτὶ]] κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) [[δύνασαι]] θαμὰ διδόμεν (N. 7.97) θαμὰ Δ[ελφ]ῶν ἱστάμεναι χορὸν παρθένοι (Pae. 2.98) πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον [[θαμά]] Πα. 7B. 49. θαμὰ δ' ερ[ (Pae. 12.5) θαμὰ γὰρ οἴκοθ[εν Δ. 4h. 11. βασιλῆος ἀταλασθίᾳ κοτέων [[θαμά]] fr. 140a. 57 (31). ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν [[θαμά]] fr. 187. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:31, 17 August 2017
English (LSJ)
(oxyt., A.D.Adv.153.5, Hdn.Gr.2.141), Adv.
A often, Il.16.207, Od.16.27, Pi.O.1.17, B.12.193, S.El.524, Ar.Eq.990 (lyr.), Pl. 1166, Pl.Phd.72e, X.Mem.2.1.22; θ. τῆς ἡμέρας POxy.1158.4 (iii A.D.). (Orig. 'thickly', cf. θαμέες, θάμνος.)
German (Pape)
[Seite 1185] (ἅμα), in Haufen, dichtgedrängt, schaarenweis, θαμὰ θρώσκοντας ὀϊστο ύς Il. 15, 470. Häufiger von der Zeit, oft, häufig, oft od. schnell nach einander, ταῦτα θάμ' ἐβάζετε Il. 16, 207; Od. 16, 27 u. öfter; Pind. Ol. 1, 25 u. öfter; κακῶς κλύουσα πρὸς σέθεν θαμά Soph. El. 514, öfter; Eur. I.T. 6. Auch in Prosa, Plat. Phaed. 72 e Parmen. 130 a; καὶ ἐκ τῶν ὕπνων ὥςπερ οἱ παῖδες θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει Rep. I, 330 e; Xen. Mem. 2, 1, 22; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμά: ἐπίρρ., συχνάκις, συχνά, πολλάκις, Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., οἷον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε θαμάκις, θαμειός, θαμινός, θαμίζω, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en grand nombre;
2 souvent, fréquemment, en se succédant rapidement.
Étymologie: DELG cf. θημών, θωμός.
English (Slater)
θᾰμᾰ
1 often παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.17) [φύονται πολιαὶ θαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον (θαμάκι v. l.) (O. 4.27) ] ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι (O. 7.12) μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν (P. 3.78) “ἦ μὰνὤτρυνον θαμὰ” (P. 4.40) νόμον λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων (P. 12.25) λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.17) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί (N. 1.22) θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον (N. 2.9) θαμά κε ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.15) Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) δύνασαι θαμὰ διδόμεν (N. 7.97) θαμὰ Δ[ελφ]ῶν ἱστάμεναι χορὸν παρθένοι (Pae. 2.98) πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά Πα. 7B. 49. θαμὰ δ' ερ[ (Pae. 12.5) θαμὰ γὰρ οἴκοθ[εν Δ. 4h. 11. βασιλῆος ἀταλασθίᾳ κοτέων θαμά fr. 140a. 57 (31). ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.