κατακρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(SL_1)
(19)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κατακρύπτω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bury]] κατᾰκρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνὰν [[χάριν]] (O. 8.79) [[οὐκ]] [[ἔραμαι]] πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31)
|sltr=[[κατακρύπτω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bury]] κατᾰκρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνὰν [[χάριν]] (O. 8.79) [[οὐκ]] [[ἔραμαι]] πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31)
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατακρύπτω]] Α και [[κατακρύφω]])<br />[[κρύβω]] [[κάτι]] [[τελείως]], [[κατακαλύπτω]] («τους... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] («κατακρύπτει δ' οὐ [[κόνις]] συγγόνων κεδνάν [[χάριν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> κρύβομαι<br /><b>3.</b> (για τους θεούς) [[κρύβω]] την πραγματική μου [[μορφή]], μεταμορφώνομαι.
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρύπτω Medium diacritics: κατακρύπτω Low diacritics: κατακρύπτω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: katakrýptō Transliteration B: katakryptō Transliteration C: katakrypto Beta Code: katakru/ptw

English (LSJ)

Ep. aor. part.

   A κακκρύψας Nic.Fr.78.5: aor. 2 κατέκρῠβον Plu.Crass.23:—Pass., aor. 2 κατεκρύβην [ῠ] Id.2.310e, Alciphr.3.47:—hide, conceal, μή τι κατακρύψειν Il.22.120; τοὺς δ' ἄρ' Ἀθήνη νυκτὶ κατακρύψασα . . ἐξῆγε Od.23.372; κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ 9.329; ὑπὸ κόλπῳ 15.469; σπέρμα -κρύπτων Hes.Op.471; ὑπὸ τὴν θύρην Hdt.1.12; ἐς κυψέλην Id.5.92.δ; εἰς τὴν γῆν X.Cyr.3.3.3; ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κ. Pi.N.1.31; ἐν ἀδήλῳ put away (euphem.) Pl.R. 460c: metaph., κόνις οὐ κ. Χάριν Pi.O.8.79; ἄστυ . . πένθει δνοφερῷ κ. A.Pers.536 (anap.).    II abs., use concealment, conceal oneself or one's true nature, οὔ τι κατακρύπτουσιν, of the gods, Od.7.205; ἄλλῳ δ' αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε 4.247.

German (Pape)

[Seite 1357] p. κακκρύπτω, Hes. O. 469, Nic. bei Ath. II, 61 a, s. auch κατακρύφω, als v. l. κατακρύβω, Her. 5, 92, Plut. Crass. 23, verheimlichen, verbergen, verhüllen; καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ Od. 9, 329, öfter; auch intrans., sich verbergen, εἰ δ' ἄρα τις καὶ μοῦνος ἰὼν ξύμβληται ὁδίτης, οὔτι κατακρύπτουσιν 7, 205, vgl. ἄλλῳ δ' αὑτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε δέκτῃ, sich verstellend gab er sich das Aussehen einer andern Person, eines Bettlers, 4, 247; ἐν μεγάρῳ πλοῦτον Pind. N. 1, 36, vgl. Ol. 8, 79; ἄστυ πένθει δνοφερῷ κατέκρυψας Aesch. Pers. 528; ὑπὸ θύρην Her. 1, 12; ἐς κυψέλην 5, 92, 4; τὰ δὲ τῶν χειρόνων ἐν ἀποῤῥήτῳ καὶ ἀδήλῳ κατακρύψουσιν Plat. Rep. V, 460 c; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρύπτω: ποιητ. μετοχ. κακκρύπτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 469· Παθ. ἀόρ. κατεκρύβην (ἴδε κρύπτω). Κρύπτω ἐντελῶς, κατακαλύπτω, σκεπάζω τι ὥστε νὰ μὴ φαίνηται, μή τι κατακρύψειν Ἰλ. Χ. 120· τοὺς δ’ Ἀθήνη νυκτὶ κατακρύψασα… ἐξῆγε Ὀδ. Ψ. 372· κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ Ι. 329· ὑπὸ κόλπῳ Ο. 469· ὑπὸ τὴν θύρην Ἡρόδ. 1. 12· ἐς κυψέλην ὁ αὐτ. 5. 92, 4· εἰς τὴν γῆν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 3· ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κ. Πινδ. Ν. 1. 45· ἐν ἀπορρήτῳ καὶ ἀδήλῳ Πλάτ. Πολ. 460C· μεταφορ., κόνις οὐ κατ. χάριν, «καὶ τῶν τεθνεώτων ἐφικνεῖται» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 9. 104· ἄστυ… πένθει δνοφερῷ κρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 536· ἄλλῳ δ’ αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκεν Ὀδ. Δ. 247. ΙΙ. ἀπολ., ἀποκρύπτω, κρύπτω ἐμαυτὸν ἢ τὴν ἀληθῆ μου φύσιν, οὔτι κατακρύπτουσιν, ἐπὶ τῶν θεῶν, δηλ. ἑαυτούς, Ὀδ. Η. 205.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 déposer en cachant, acc.;
2 fig. voiler, obscurcir, acc.;
3 cacher, dissimuler : αὑτόν OD se déguiser (pour se faire prendre pour un autre);
II. intr. se cacher.
Étymologie: κατά, κρύπτω.

English (Autenrieth)

fut. inf. -ύψειν, aor. part. κατακρύψᾶς: hide, conceal; αὐτόν, ‘himself,’ Od. 4.427; ‘make no concealment,’ Od. 7.205.

English (Slater)

κατακρύπτω
   1 bury κατᾰκρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν (O. 8.79) οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31)

Greek Monolingual

(AM κατακρύπτω Α και κατακρύφω)
κρύβω κάτι τελείως, κατακαλύπτω («τους... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», Ομ. Οδ.)
μσν.-αρχ.
1. περιβάλλω, καλύπτω («κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνάν χάριν», Πίνδ.)
2. κρύβομαι
3. (για τους θεούς) κρύβω την πραγματική μου μορφή, μεταμορφώνομαι.