ὁμῶς: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(SL_2)
(29)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=v. [[ὁμοίως]].
|sltr=v. [[ὁμοίως]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμῶς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ομός]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῶς Medium diacritics: ὁμῶς Low diacritics: ομώς Capitals: ΟΜΩΣ
Transliteration A: homō̂s Transliteration B: homōs Transliteration C: omos Beta Code: o(mw=s

English (LSJ)

Adv. of ὁμός,

   A equally, likewise, alike, Il.1.196,9.605, Od.11.565 (nisi leg. ὅμως), A.Eu.388 (lyr.) ; in equal parts, Hes.Th.74 : accompanying two Substs. joined by καί, like Engl. both, πλῆθεν ὁ. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν both of men and horses alike, Il.8.214 ; κάτθαν' ὁ. ὅ τ' ἀεργὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὰ ἐοργώς 9.320, cf. 11.708, Od.10.28, E.El. 407 ; ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποις ὁ. Pi.P.9.40 ; τό τ' ἦμαρ καὶ κατ' εὐφρόνην ὁ. A.Eu.692 ; κἀκεῖ κἀνθάδ' ὢν . . ὁ. S.Aj.1372.    2 freq. πάντες ὁ. all together, all alike, Il.17.422, Od.4.775, etc. ; πᾶσι . . ὁ. Thgn.252 ; πάντῃ ὁ. Hes.Th.366 ; ἐς τὰ πάνθ' ὁ. A.Pr.736.    II c. dat., like as, equally with, ἐχθρὸς ὁ. Ἀΐδαο πύλῃσιν Il.9.312 ; ὁ. Πριάμοιο τέκεσσι τῖον 5.535, cf. 14.72.

German (Pape)

[Seite 344] adv. zu ὁμός, gleicherweise, eben so, gleich; ἄμφω ὁμῶς φιλέουσα, Il. 1, 196, vgl. 9, 605 Od. 11, 565 u. öfter; zu gleichen Theilen, Hes. Th. 74. Häufig wird es zu zweien schon durch καί verbundenen Substantiven gesetzt, um die gleichmäßige Beziehung derselben auf das Verbum genauer anzudeuten, ὁμῶς αὐτοί τε πολεῖς καὶ μώνυχες ἵπποι, Il. 11, 708; πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν, 8, 214. 17, 644; ἐννῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ, Od. 10, 28, wir fuhren eben so bei Tage wie bei Nacht; Aesch. τό, τ' ἦμαρ καὶ κατ' εὐφρόνην ὁμῶς, Eum. 662; τἀκεῖ κἀνθάδ' ἂν ὁμῶς ἔχθιστος ἔσται, Soph. Ai. 1351; καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέονται, Pind. P. 9, 40, öfter; πάντες ὁμῶς alle gleichmäßig, alle zusammt; Od. 4, 775. 8, 542 Il. 17, 422; πάντη ὁμῶς, Hes. Th. 366; ἐς τὰ πάνθ' ὁμῶς βίαιος, Aesch. Prom. 738. – C. dat., gleichwie Einer, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδεν, so mild wie du, Od. 13, 405, ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν Il. 9, 312 Odyss. 14, 156, verhaßt wie die Pforten des Hades, wie der Tod, gleich dem Tode, vgl. Il. 5, 535. 14, 72; auch = zugleich mit, Theogn. 246.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῶς: Ἐπίρρ. τοῦ ὁμός, ὡς τὸ ὁμοίως τοῦ ὅμοιος, ἐπ’ ἴσης, ἐξ ἴσου, ὁμοίως, Λατ. pariter, Ἰλ. Α. 196, Ι. 605, Ὀδ. Λ. 565, καὶ ἐνίοτε παρὰ Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Εὐμ. 388, Σοφ. Αἴ. 1372, Εὐρ. Ἠλ. 407· εἰς ἴσα μέρη, Ἡσ. Θ. 74· ὡς τὸ ὁμοῦ, συναπτόμενον μετὰ δύο οὐσιαστικῶν συνδεομένων διὰ τοῦ καὶ καὶ δεικνύον ὅτι ἀμφότερα ἔχουσι τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὸ ῥῆμα, πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν, ἐπληροῦτο ὁμοίως ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν, Ἰλ. Θ. 214· κάτθαν’ ὁμῶς ὅ τ’ ἀεργὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλά ἐοργὼς Ι. 320, πρβλ. Λ. 708, Ὀδ. Κ. 28, κτλ.· ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποις ὁμῶς Πινδ. Π. 9. 71· τό τ’ ἦμαρ καὶ κατ’ εὐφρόνην ὁμῶς Αἰσχύλ. Εὐμ. 692· κἀκεῖ κἀνθάδ’ ὢν ... ὁμῶς Σοφ. Αἴ. 1372. 2) συχνάκις, πάντες ὁμῶς, πάντες ὁμοῦ, πάντες ἐπ’ ἴσης, Ὀδ. Δ. 775, Ἰλ. Σ. 422, κτλ.· πάντῃ ὁμῶς Ἡσ. Θ. 366· ἐς τὰ πάνθ’ ὁμῶς Αἰσχύλ. Πρ. 736. ΙΙ. μετὰ δοτ., ὁμοίως ὡς, ἀκριβῶς ὡς, ἐπ’ ἴσης καί .., ἐχθρὸς ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι, μισητὸς ὡς ὁ θάνατος, Ἰλ. Ι. 312· ὁμῶς ... Πριάμοιο τέκεσσιν τῖον Ε. 535, πρβλ. Ξ. 72. 2) ὁμοῦ, Θέογν. 252. - Πρβλ. ὁμοῦ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 154.

French (Bailly abrégé)

adv.
également, de la même façon, de même;
1 abs. πάντες ὁμῶς OD tous également, tous ensemble ; ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν IL également de chevaux et d’hommes ; ὁμῶς νύκτας τε καὶ ἦμαρ OD aussi bien le jour que la nuit;
2 avec le dat. : de même que : ὁμῶς τοι ἤπια οἶδεν OD il s’entend à la clémence aussi bien que toi ; ἐχθρὸς ὁμῶς Ἀίδαο πύλῃσι IL haï autant que les portes d’Hadès.
Étymologie: ὁμός.

English (Autenrieth)

(ὁμός): together, alike, likewise, equally as, just as.

English (Slater)

v. ὁμοίως.

Greek Monolingual

ὁμῶς (Α)
επίρρ. βλ. ομός.