ἐκπαιδεύω: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(big3_14test) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[criar]], [[educar]] c. ac. de pers. τίς ὑμᾶς ἐξεπαίδευσεν πόλις; E.<i>Cyc</i>.276, ἐκθρέψαι καὶ ἐκπαιδεῦσαι a los jóvenes, Pl.<i>Cri</i>.45d, cf. Luc.<i>Alex</i>.5, LXX <i>Da</i>.1.5.<br /><b class="num">2</b> [[enseñar]], [[instruir en]] c. ac. de cosa y ac. o dat. de pers. τὴν γραμματικὴν αὐτῷ ἐκπαιδεῦσαι Aesop.306, ἐξεπαίδευσαν ... ἡμᾶς καὶ «μίαν τοῦ θεοῦ λόγου φύσιν σεσαρκωμένην» Pamph.Mon.<i>Solut</i>.6.309, c. ac. de pers. y gen. ἃς ... ἐξεπαίδευσε μυληφάτου a las que instruyó en la molienda del trigo</i> Lyc.577, en v. pas. c. ac. de rel. ἐπεὶ ... ἐξεπαιδευόμην ... τοὺς νόμους τούσδε cuando fui instruido en estas leyes</i> Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.5.63. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[criar]], [[educar]] c. ac. de pers. τίς ὑμᾶς ἐξεπαίδευσεν πόλις; E.<i>Cyc</i>.276, ἐκθρέψαι καὶ ἐκπαιδεῦσαι a los jóvenes, Pl.<i>Cri</i>.45d, cf. Luc.<i>Alex</i>.5, LXX <i>Da</i>.1.5.<br /><b class="num">2</b> [[enseñar]], [[instruir en]] c. ac. de cosa y ac. o dat. de pers. τὴν γραμματικὴν αὐτῷ ἐκπαιδεῦσαι Aesop.306, ἐξεπαίδευσαν ... ἡμᾶς καὶ «μίαν τοῦ θεοῦ λόγου φύσιν σεσαρκωμένην» Pamph.Mon.<i>Solut</i>.6.309, c. ac. de pers. y gen. ἃς ... ἐξεπαίδευσε μυληφάτου a las que instruyó en la molienda del trigo</i> Lyc.577, en v. pas. c. ac. de rel. ἐπεὶ ... ἐξεπαιδευόμην ... τοὺς νόμους τούσδε cuando fui instruido en estas leyes</i> Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.5.63. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐκπαιδεύω]])<br />[[μορφώνω]] με τη [[διδασκαλία]] και την [[αγωγή]], [[παρέχω]] γνώσεις, [[καλλιεργώ]] δεξιότητες και [[προσπαθώ]] να [[συμβάλλω]] στη [[διάπλαση]] του χαρακτήρα τών μαθητών<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εξασκώ]] στη στρατιωτική ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξασκώ]] με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό («[[εκπαιδεύω]] νεοσυλλέκτους, [[εκπαιδεύω]] σκύλους κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]] καθοδηγώντας κάποιον από την παιδική του [[ηλικία]] ώς τα νεανικά του [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]] κάποιον [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
A bring up from childhood, ib.276 ; train thoroughly, ἐκθρέψαι καὶ ἐ. Pl.Cri. 45d, Luc.Alex.5. II teach one a thing, τινά τι J.Ap.2.29, D.C. 45.2 ; but, III ἐ. τινί τι impress on one by education, E.Fr.52.5 (lyr., s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 771] auf-, großziehen, Eur. Cycl. 276; übh. erziehen, unterrichten, καὶ ἐκθρέψαι Plat. Crit. 45, d; τινά τι, Einen in Etwas, D. C. 45, 2; aber τινί τι, Einem Etwas anbilden, Eur. Alex. fr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαιδεύω: ἀνατρέφω ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Εὐρ. Κύκλ. 276· δίδω ἐντελῆ ἐκπαίδευσιν, ἐκπαιδεύω, Πλάτ. Κρίτων 45D· πρβλ. ἐκπιδύομαι. ΙΙ. διδάσκω τινά τι, καὶ πάνθ’ ὅσα προσήκει... ἀκριβῶς ἐξεπαίδευσε Δίων Κ. 45. 2: ἀλλά, ΙΙΙ. ἐκπ. τινί τι, ἐντυπώνω εἰς αὐτὸν διὰ τῆς διδασκαλίας, Λατ. ingenerare, Εὐρ. Ἀποσπ. 53. 5.
French (Bailly abrégé)
élever dès l’enfance ; élever complètement.
Étymologie: ἐκ, παιδεύω.
Spanish (DGE)
1 criar, educar c. ac. de pers. τίς ὑμᾶς ἐξεπαίδευσεν πόλις; E.Cyc.276, ἐκθρέψαι καὶ ἐκπαιδεῦσαι a los jóvenes, Pl.Cri.45d, cf. Luc.Alex.5, LXX Da.1.5.
2 enseñar, instruir en c. ac. de cosa y ac. o dat. de pers. τὴν γραμματικὴν αὐτῷ ἐκπαιδεῦσαι Aesop.306, ἐξεπαίδευσαν ... ἡμᾶς καὶ «μίαν τοῦ θεοῦ λόγου φύσιν σεσαρκωμένην» Pamph.Mon.Solut.6.309, c. ac. de pers. y gen. ἃς ... ἐξεπαίδευσε μυληφάτου a las que instruyó en la molienda del trigo Lyc.577, en v. pas. c. ac. de rel. ἐπεὶ ... ἐξεπαιδευόμην ... τοὺς νόμους τούσδε cuando fui instruido en estas leyes Gr.Thaum.Pan.Or.5.63.
Greek Monolingual
(AM ἐκπαιδεύω)
μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση του χαρακτήρα τών μαθητών
μσν.- νεοελλ.
εξασκώ στη στρατιωτική ζωή
νεοελλ.
εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό («εκπαιδεύω νεοσυλλέκτους, εκπαιδεύω σκύλους κ.λπ.»)
αρχ.
1. ανατρέφω καθοδηγώντας κάποιον από την παιδική του ηλικία ώς τα νεανικά του χρόνια
2. διδάσκω κάποιον κάτι.