ἀποβουκολέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(big3_5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hacer de mal pastor]], [[perder]] c. ac. y dat. εἰ ... τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι si le hiciera de mal pastor a mi hija perdiéndole su hijo</i> X.<i>Cyr</i>.1.4.13.<br /><b class="num">2</b> [[apartar]] c. ac. y gen. τοὺς ποιμένας ... τῶν θρεμμάτων Chor.<i>Or</i>.1.53, τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἀποβουκολῆσαι consolarse de la desgracia</i> Luc.<i>Am</i>.16<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[extraviarse]] [[δέος]] οὐδὲν μὴ ἀπολειφθεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληθῇ Luc.<i>Nau</i>.4.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[atraer]] c. ac. y prep. c. ac. (βοῦς) ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην Longus 1.27<br /><b class="num">•</b>fig. [[seducir]] ἐραστὴν αὐτῆς [[Διονύσιον]] Luc.<i>Bis Acc</i>.13, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[apacentar]], <i>EM</i> 120.5G.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hacer de mal pastor]], [[perder]] c. ac. y dat. εἰ ... τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι si le hiciera de mal pastor a mi hija perdiéndole su hijo</i> X.<i>Cyr</i>.1.4.13.<br /><b class="num">2</b> [[apartar]] c. ac. y gen. τοὺς ποιμένας ... τῶν θρεμμάτων Chor.<i>Or</i>.1.53, τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἀποβουκολῆσαι consolarse de la desgracia</i> Luc.<i>Am</i>.16<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[extraviarse]] [[δέος]] οὐδὲν μὴ ἀπολειφθεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληθῇ Luc.<i>Nau</i>.4.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[atraer]] c. ac. y prep. c. ac. (βοῦς) ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην Longus 1.27<br /><b class="num">•</b>fig. [[seducir]] ἐραστὴν αὐτῆς [[Διονύσιον]] Luc.<i>Bis Acc</i>.13, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[apacentar]], <i>EM</i> 120.5G.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβουκολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφήνω]] [[έρμαιο]] το [[κοπάδι]] ή το [[παροδηγώ]], το [[καθοδηγώ]] [[λάθος]], το [[παραπλανώ]]· [[αμελώ]], χάνω (όπως ο [[κακός]] [[βοσκός]] χάνει τα πρόβατά του)· <i>εἰ τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι</i>, εάν επρόκειτο να γίνω [[αίτιος]] να παραπλανηθεί ο [[γιος]] της κόρης μου, σε Ξεν. — Παθ., χάνω το δρόμο μου, παροδηγούμαι, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβουκολέω Medium diacritics: ἀποβουκολέω Low diacritics: αποβουκολέω Capitals: ΑΠΟΒΟΥΚΟΛΕΩ
Transliteration A: apoboukoléō Transliteration B: apoboukoleō Transliteration C: apovoukoleo Beta Code: a)poboukole/w

English (LSJ)

   A lead astray, as cattle, βοῦς ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην Longus 1.27.    2 lead away shepherds from the sheep, τῶν θρεμμάτων Chor.p.92B.    3 let stray, lose (as a bad shepherd does his sheep), χαρίεν γὰρ εἰ . . τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι . . if I were to lose my daughter her son, X.Cyr.1.4.13:—Pass., stray, lose one's way, Luc.Nav.4.    4 beguile, soothe, Id.Am.16; lead astray, seduce, Id.Bis Acc.13.

German (Pape)

[Seite 297] (VLL. ἀφιστάναι), eigtl. Vieh von der Heerde sich verirren lassen u. es dadurch verlieren, E. M.; ἀπεβουκολήθης ποίμνης Long. 1, 27; übertr., χαρίεν γάρ, εἰ ἕνεκα κρεαδίων τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι Xen. Cyr. 1, 4, 13, wenn ich den Sohn auf der Jagd herumschweifen u. es so geschehen lasse, daß ihn meine Tochter verliert. Oefter Luc., δέος οὐδέν, μὴ ἀπολειφθεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληθῇ Navig. 4, daß er von uns weggelockt u. verführt werde; μικρὰ τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἀποβ., seine Leidenschaft ein wenig besänftigen, Amor. 16, u. so Sp.; übh. durch Sinnentrug lindern, besänftigen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβουκολέω: παροδηγῶ, ἀφίστημι, ἀποπλανῶ, τῶν βοῶν ὀκτὼ τὰς ἀρίστας ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην θέλξας ἀπεβουκόλησε Λόγγος 1. 27: - Παθ., ἀποπλανῶμαι, Ἰω. Χρυσ. 2) ἀφίνω νὰ ἀποπλανηθῇ τι, ἀμελῶ, «χάνω» (ὡς ποιμὴν ἀμελής, ὅστις ἀφίνει ν’ ἀποπλανηθῇ τὸ ποίμνιόν του), χαρίεν γάρ, ἔφη, εἰ ἕνεκα κρεαδίων τῆ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, νόστιμον πρᾶγμα τῷ ὄντι θὰ ἦτο νὰ γείνω αἴτιος εἰς τὴν θυγα΄τερα μου ν’ ἀποπλανηθῇ ὁ υἱός της δι’ οὐτιδανὰ κρέατα, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13, πρβλ. Λουκ. Δὶς κατ. 13: - Παθητ., ἀποπλανῶμαι, ὁδοιπλανῶ, ἁμαρτάνω τῆς ὁδοῦ, χάνω τὸν δρόμον μου, ὁ αὐτ. Ἔρωτ. 16· παροδηγῶ, ἀπάγω, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 laisser se détourner du troupeau, laisser s’égarer ou se perdre;
2 détourner du troupeau, détourner, séduire.
Étymologie: ἀπό, βουκολέω.

Spanish (DGE)

I 1hacer de mal pastor, perder c. ac. y dat. εἰ ... τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι si le hiciera de mal pastor a mi hija perdiéndole su hijo X.Cyr.1.4.13.
2 apartar c. ac. y gen. τοὺς ποιμένας ... τῶν θρεμμάτων Chor.Or.1.53, τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἀποβουκολῆσαι consolarse de la desgracia Luc.Am.16
en v. med.-pas. extraviarse δέος οὐδὲν μὴ ἀπολειφθεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληθῇ Luc.Nau.4.
II 1atraer c. ac. y prep. c. ac. (βοῦς) ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην Longus 1.27
fig. seducir ἐραστὴν αὐτῆς Διονύσιον Luc.Bis Acc.13, cf. Hsch.
2 apacentar, EM 120.5G.

Greek Monotonic

ἀποβουκολέω: μέλ. -ήσω, αφήνω έρμαιο το κοπάδι ή το παροδηγώ, το καθοδηγώ λάθος, το παραπλανώ· αμελώ, χάνω (όπως ο κακός βοσκός χάνει τα πρόβατά του)· εἰ τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, εάν επρόκειτο να γίνω αίτιος να παραπλανηθεί ο γιος της κόρης μου, σε Ξεν. — Παθ., χάνω το δρόμο μου, παροδηγούμαι, σε Λουκ.