διαίτημα: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />frec. plu.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[régimen]], [[género de vida]], esp. ref. a la dieta [[dieta alimenticia]] τὰ δὲ νῦν διαιτήματα εὑρημένα Hp.<i>VM</i> 3, cf. 13, ὑγιαίνουσι φαίνονται διαφέροντα μεγάλα τὰ τοῖα ἢ τοῖα διαιτήματα Hp.<i>Acut</i>.28, cf. <i>Epid</i>.1.25, <i>Vict</i>.1.32, Gal.6.381.<br /><b class="num">2</b> plu. [[víveres]], [[provisiones]] διαιτήματα ... σπανιώτερά τε καὶ πολυτελέστερα X.<i>Mem</i>.1.6.5<br /><b class="num">•</b>en sg. τὸ καθ' ἡμέραν δ. ración diaria de alimentos</i> Arist.<i>Pr</i>.866<sup>b</sup>3.<br /><b class="num">3</b> plu. [[modos de vida]], [[costumbres]] Th.1.6, X.<i>Ath</i>.1.8, D.H.1.21, Plu.2.123c, Iambl.<i>Fr</i>.100, D.C.73.5.5<br /><b class="num">•</b>tb. en sg. πολυδάπανον δ. vida dilapidadora</i> D.S.17.108.<br /><b class="num">II</b> concr., sólo sg. [[morada]], [[residencia]] ἡ πόλις δ. κρειττόνων ἔδοξε Hld.2.26.2<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ δὲ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. Ph.1.160. | |dgtxt=-ματος, τό<br />frec. plu.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[régimen]], [[género de vida]], esp. ref. a la dieta [[dieta alimenticia]] τὰ δὲ νῦν διαιτήματα εὑρημένα Hp.<i>VM</i> 3, cf. 13, ὑγιαίνουσι φαίνονται διαφέροντα μεγάλα τὰ τοῖα ἢ τοῖα διαιτήματα Hp.<i>Acut</i>.28, cf. <i>Epid</i>.1.25, <i>Vict</i>.1.32, Gal.6.381.<br /><b class="num">2</b> plu. [[víveres]], [[provisiones]] διαιτήματα ... σπανιώτερά τε καὶ πολυτελέστερα X.<i>Mem</i>.1.6.5<br /><b class="num">•</b>en sg. τὸ καθ' ἡμέραν δ. ración diaria de alimentos</i> Arist.<i>Pr</i>.866<sup>b</sup>3.<br /><b class="num">3</b> plu. [[modos de vida]], [[costumbres]] Th.1.6, X.<i>Ath</i>.1.8, D.H.1.21, Plu.2.123c, Iambl.<i>Fr</i>.100, D.C.73.5.5<br /><b class="num">•</b>tb. en sg. πολυδάπανον δ. vida dilapidadora</i> D.S.17.108.<br /><b class="num">II</b> concr., sólo sg. [[morada]], [[residencia]] ἡ πόλις δ. κρειττόνων ἔδοξε Hld.2.26.2<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ δὲ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. Ph.1.160. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[διαίτημα]]) [[δίαιτα]]<br />[[ενδιαίτημα]], [[τόπος]] κατοικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[δίαιτα]], [[τρόπος]] ζωής<br /><b>2.</b> [[φαγητό]], [[τροφή]]<br /><b>3.</b> [[κατοικία]], [[διαμονή]]<br /><b>4.</b> οι συνήθειες, τα έθιμα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, mostly in pl.,
A food, diet, Hp.VM13; sustenance, provisions, X.Mem.1.6.5: in sg., δ. τὸ καθ' ἡμέραν Arist.Pr. 866b3. 2 pl., rules of life, regimen, esp. in regard of diet, Hp. VM3: generally, institutions, customs, Th.1.6, X.Ath.1.8. 3 abode, Hld.2.26; ὁ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. (v.l. ἐνδ-) Ph.1.160.
German (Pape)
[Seite 580] τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαίτημα: τό, συνήθ. κατὰ πληθ., τροφή, δίαιτα, τρόπος ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κανόνες ζωῆς, τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· καθόλου, ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) διαμονή, κατοικία, Ἡλιόδ. 2. 26.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 régime de vie, genre d’alimentation, diète;
2 en gén. genre de vie, règles de vie, mœurs, habitudes ; coutumes, institutions;
3 particul. résidence, habitation.
Étymologie: διαιτάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
frec. plu.
I 1régimen, género de vida, esp. ref. a la dieta dieta alimenticia τὰ δὲ νῦν διαιτήματα εὑρημένα Hp.VM 3, cf. 13, ὑγιαίνουσι φαίνονται διαφέροντα μεγάλα τὰ τοῖα ἢ τοῖα διαιτήματα Hp.Acut.28, cf. Epid.1.25, Vict.1.32, Gal.6.381.
2 plu. víveres, provisiones διαιτήματα ... σπανιώτερά τε καὶ πολυτελέστερα X.Mem.1.6.5
•en sg. τὸ καθ' ἡμέραν δ. ración diaria de alimentos Arist.Pr.866b3.
3 plu. modos de vida, costumbres Th.1.6, X.Ath.1.8, D.H.1.21, Plu.2.123c, Iambl.Fr.100, D.C.73.5.5
•tb. en sg. πολυδάπανον δ. vida dilapidadora D.S.17.108.
II concr., sólo sg. morada, residencia ἡ πόλις δ. κρειττόνων ἔδοξε Hld.2.26.2
•fig. ὁ δὲ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. Ph.1.160.
Greek Monolingual
το (AM διαίτημα) δίαιτα
ενδιαίτημα, τόπος κατοικίας
αρχ.
συνήθως στον πληθ.
1. δίαιτα, τρόπος ζωής
2. φαγητό, τροφή
3. κατοικία, διαμονή
4. οι συνήθειες, τα έθιμα.