διαχωρίζω: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(big3_11) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[separar]] ταῦτα πάντα διεχωρίσαμεν, οἷς τε ἀεὶ [[δεῖ]] χρῆσθαι καὶ τὰ θοινητικά pusimos por separado todo eso, lo que se utiliza a diario y lo de fiesta</i> X.<i>Oec</i>.9.7, δ. τὰς χώρας demarcar los territorios</i> Str.1.4.8, καθ' ἓν ἕκαστον Demetr.<i>Eloc</i>.180, φίλους LXX <i>Pr</i>.16.28, τοῦτο ... τὸ ἡγεμονικὸν διακεχώρικεν Ph.1.190, cf. Plu.2.968d, <i>POxy</i>.1673.5, <i>PMerton</i> 79.16 (ambos II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἀπὸ τῶν ἄλλων ... τὸ ζητούμενον Pl.<i>Plt</i>.262b, cf. 1<i>Ep.Clem</i>.33.3, c. gen. αὐτὴν (τὴν ἄκραν) τῆς πόλεως LXX 1<i>Ma</i>.12.36, τὰ [[βάρος]] ἔχοντα τῶν κούφων διεχώρισε Ph.1.500, en v. pas. κατὰ [[γένη]] διαχωρισθέντα ἕκαστα Pl.<i>Ti</i>.58a, cf. Arist.<i>Metaph</i>.1023<sup>a</sup>23, Aen.Tact.11.10.<br /><b class="num">2</b> [[clasificar]] ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε [[γένη]] Epicr.10.14<br /><b class="num">•</b>en v. pas. πλεῖστα ... σκεύη ἐν σμικροτάτῳ ἀγγείῳ διακεχωρισμένα muchísimos aparejos (de un barco) clasificados en un receptáculo pequeñísimo</i> X.<i>Oec</i>.8.11.<br /><b class="num">3</b> [[dividir]] ἡ δυὰς διεχώρισεν αὑτὴν ἐκ τῆς μονάδος <i>Theol.Ar</i>.8, τὸν ἕνα θεὸν ... τῷ λόγῳ Cyr.H.<i>Catech</i>.4.4, abs. ἡ διαχωρίζουσα [[γραμμή]] Vett.Val.347.12.<br /><b class="num">4</b> fig. [[distinguir]], [[diferenciar]] δίκαιον θεὸν ἀπὸ ἀγαθοῦ Origenes <i>Comm.in Eph</i>.6.1(p.568), ἄρτον ἄρτου Manes 93.7, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.4.41.<br /><b class="num">II</b> intr. gener. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[separarse]], [[disociarse]] ἀπ' ἀλλήλων Pl.<i>Ti</i>.59c, abs. de los párpados en el feto, Arist.<i>GA</i> 744<sup>b</sup>1, cf. 729<sup>a</sup>8<br /><b class="num">•</b>de pers. [[separarse]], [[apartarse]] Plb.18.19.12, 21.30.13, <i>PTeb</i>.802.13 (II a.C.), LXX <i>Ge</i>.13.14, ἵνα ... [[ἕκαστος]] εἰς τὴν ἰδίαν διαχωρίζηται πατρίδα para que se marchara cada uno a su propia patria</i> D.S.2.21, cf. 20.42, <i>Eu.Luc</i>.9.33<br /><b class="num">•</b>[[separarse]], [[divorciarse]] γυνὴ ... διαχωρισθεῖσα I.<i>AI</i> 15.259.<br /><b class="num">2</b> en mitos creacionales [[separarse]], [[producirse o proceder por separación]] αἰθὴρ ... ὅτε ... διεχωρίζετο cuando se separó el Éter (como elemento definido)</i>, Ar.<i>Th</i>.14, διακεχώρισται ... ἀπ' ἀλλήλων ἥ τε γῆ καὶ τὸ ὕδωρ <i>Corp.Herm</i>.1.11, cf. Hippol.<i>Haer</i>.5.27.3, en teol. (οὐδὲ μιᾶς ἐνεργείας) τὸ [[ἅγιον]] πνεῦμα διακεχώρισται Gr.Nyss.<i>Trin</i>.13.19<br /><b class="num">•</b>en v. act. ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός LXX <i>Ge</i>.1.14, cf. 18, ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος LXX <i>Ge</i>.1.6.<br /><b class="num">3</b> perf. [[haber diferencia]], [[ser diferente]] οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς ... καὶ τὸ ἐριστικῶς ... ποιεῖσθαι ... τοὺς λόγους Pl.<i>Phlb</i>.17a.<br /><b class="num">4</b> [[disiparse]] ἥ τε ὀδύνη Hp.<i>Vid.Ac</i>.9. | |dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[separar]] ταῦτα πάντα διεχωρίσαμεν, οἷς τε ἀεὶ [[δεῖ]] χρῆσθαι καὶ τὰ θοινητικά pusimos por separado todo eso, lo que se utiliza a diario y lo de fiesta</i> X.<i>Oec</i>.9.7, δ. τὰς χώρας demarcar los territorios</i> Str.1.4.8, καθ' ἓν ἕκαστον Demetr.<i>Eloc</i>.180, φίλους LXX <i>Pr</i>.16.28, τοῦτο ... τὸ ἡγεμονικὸν διακεχώρικεν Ph.1.190, cf. Plu.2.968d, <i>POxy</i>.1673.5, <i>PMerton</i> 79.16 (ambos II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἀπὸ τῶν ἄλλων ... τὸ ζητούμενον Pl.<i>Plt</i>.262b, cf. 1<i>Ep.Clem</i>.33.3, c. gen. αὐτὴν (τὴν ἄκραν) τῆς πόλεως LXX 1<i>Ma</i>.12.36, τὰ [[βάρος]] ἔχοντα τῶν κούφων διεχώρισε Ph.1.500, en v. pas. κατὰ [[γένη]] διαχωρισθέντα ἕκαστα Pl.<i>Ti</i>.58a, cf. Arist.<i>Metaph</i>.1023<sup>a</sup>23, Aen.Tact.11.10.<br /><b class="num">2</b> [[clasificar]] ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε [[γένη]] Epicr.10.14<br /><b class="num">•</b>en v. pas. πλεῖστα ... σκεύη ἐν σμικροτάτῳ ἀγγείῳ διακεχωρισμένα muchísimos aparejos (de un barco) clasificados en un receptáculo pequeñísimo</i> X.<i>Oec</i>.8.11.<br /><b class="num">3</b> [[dividir]] ἡ δυὰς διεχώρισεν αὑτὴν ἐκ τῆς μονάδος <i>Theol.Ar</i>.8, τὸν ἕνα θεὸν ... τῷ λόγῳ Cyr.H.<i>Catech</i>.4.4, abs. ἡ διαχωρίζουσα [[γραμμή]] Vett.Val.347.12.<br /><b class="num">4</b> fig. [[distinguir]], [[diferenciar]] δίκαιον θεὸν ἀπὸ ἀγαθοῦ Origenes <i>Comm.in Eph</i>.6.1(p.568), ἄρτον ἄρτου Manes 93.7, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.4.41.<br /><b class="num">II</b> intr. gener. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[separarse]], [[disociarse]] ἀπ' ἀλλήλων Pl.<i>Ti</i>.59c, abs. de los párpados en el feto, Arist.<i>GA</i> 744<sup>b</sup>1, cf. 729<sup>a</sup>8<br /><b class="num">•</b>de pers. [[separarse]], [[apartarse]] Plb.18.19.12, 21.30.13, <i>PTeb</i>.802.13 (II a.C.), LXX <i>Ge</i>.13.14, ἵνα ... [[ἕκαστος]] εἰς τὴν ἰδίαν διαχωρίζηται πατρίδα para que se marchara cada uno a su propia patria</i> D.S.2.21, cf. 20.42, <i>Eu.Luc</i>.9.33<br /><b class="num">•</b>[[separarse]], [[divorciarse]] γυνὴ ... διαχωρισθεῖσα I.<i>AI</i> 15.259.<br /><b class="num">2</b> en mitos creacionales [[separarse]], [[producirse o proceder por separación]] αἰθὴρ ... ὅτε ... διεχωρίζετο cuando se separó el Éter (como elemento definido)</i>, Ar.<i>Th</i>.14, διακεχώρισται ... ἀπ' ἀλλήλων ἥ τε γῆ καὶ τὸ ὕδωρ <i>Corp.Herm</i>.1.11, cf. Hippol.<i>Haer</i>.5.27.3, en teol. (οὐδὲ μιᾶς ἐνεργείας) τὸ [[ἅγιον]] πνεῦμα διακεχώρισται Gr.Nyss.<i>Trin</i>.13.19<br /><b class="num">•</b>en v. act. ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός LXX <i>Ge</i>.1.14, cf. 18, ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος LXX <i>Ge</i>.1.6.<br /><b class="num">3</b> perf. [[haber diferencia]], [[ser diferente]] οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς ... καὶ τὸ ἐριστικῶς ... ποιεῖσθαι ... τοὺς λόγους Pl.<i>Phlb</i>.17a.<br /><b class="num">4</b> [[disiparse]] ἥ τε ὀδύνη Hp.<i>Vid.Ac</i>.9. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=to [[separate]] [[thoroughly]] or [[wholly]] (cf. [[διά]], C. 2) ([[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Plato]], others; the Sept.). Passive [[present]] [[διαχωρίζομαι]] (in a reflexive [[sense]]) cf. [[ἀποχωρίζω]]) to [[separate]] [[oneself]], [[depart]], (Diodorus 4,53): [[ἀπό]] τίνος, Luke 9:33. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 28 August 2017
English (LSJ)
A separate, X.Oec.9.7; τι ἀπό τινος Pl.Plt.262b; τι καί τι Epicr.11.14:—Med., Ar.Th.14:—Pass., Pl.Ti.59c, Phlb. 17a; γυνὴ -χωρισθεῖσα divorced, J.AJ15.7.10.
German (Pape)
[Seite 614] absondern, aus einander stellen, Ar. Th. 14; unterscheiden, οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς πάλιν καὶ τὸ ἐριστικῶς ἡμᾶς ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς λόγους Plat. Phil. 17 a; κατὰ γένη Tim. 58 a; ἀπό τινος, Polit. 262 b u. öfter; τὴν δύναμιν ἀπ' ἀλλήλων D. Sic. 20, 42.
Greek (Liddell-Scott)
διαχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -χωρίζω, ἀποχωρίζω (βάλλω ξέχωρα), Ξεν. Οἰκ. 9, 7· τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτ. 262B· τι καί τι Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14. -Παθ., Πλάτ. Τιμ. 59C, Φιλήβ. 17A.
French (Bailly abrégé)
f. διαχωρίσω, att. διαχωριῶ;
diviser, séparer, acc..
Étymologie: διά, χωρίζω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 separar ταῦτα πάντα διεχωρίσαμεν, οἷς τε ἀεὶ δεῖ χρῆσθαι καὶ τὰ θοινητικά pusimos por separado todo eso, lo que se utiliza a diario y lo de fiesta X.Oec.9.7, δ. τὰς χώρας demarcar los territorios Str.1.4.8, καθ' ἓν ἕκαστον Demetr.Eloc.180, φίλους LXX Pr.16.28, τοῦτο ... τὸ ἡγεμονικὸν διακεχώρικεν Ph.1.190, cf. Plu.2.968d, POxy.1673.5, PMerton 79.16 (ambos II d.C.)
•c. giro prep. ἀπὸ τῶν ἄλλων ... τὸ ζητούμενον Pl.Plt.262b, cf. 1Ep.Clem.33.3, c. gen. αὐτὴν (τὴν ἄκραν) τῆς πόλεως LXX 1Ma.12.36, τὰ βάρος ἔχοντα τῶν κούφων διεχώρισε Ph.1.500, en v. pas. κατὰ γένη διαχωρισθέντα ἕκαστα Pl.Ti.58a, cf. Arist.Metaph.1023a23, Aen.Tact.11.10.
2 clasificar ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.10.14
•en v. pas. πλεῖστα ... σκεύη ἐν σμικροτάτῳ ἀγγείῳ διακεχωρισμένα muchísimos aparejos (de un barco) clasificados en un receptáculo pequeñísimo X.Oec.8.11.
3 dividir ἡ δυὰς διεχώρισεν αὑτὴν ἐκ τῆς μονάδος Theol.Ar.8, τὸν ἕνα θεὸν ... τῷ λόγῳ Cyr.H.Catech.4.4, abs. ἡ διαχωρίζουσα γραμμή Vett.Val.347.12.
4 fig. distinguir, diferenciar δίκαιον θεὸν ἀπὸ ἀγαθοῦ Origenes Comm.in Eph.6.1(p.568), ἄρτον ἄρτου Manes 93.7, cf. Clem.Al.Paed.2.4.41.
II intr. gener. en v. med.-pas.
1 separarse, disociarse ἀπ' ἀλλήλων Pl.Ti.59c, abs. de los párpados en el feto, Arist.GA 744b1, cf. 729a8
•de pers. separarse, apartarse Plb.18.19.12, 21.30.13, PTeb.802.13 (II a.C.), LXX Ge.13.14, ἵνα ... ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν διαχωρίζηται πατρίδα para que se marchara cada uno a su propia patria D.S.2.21, cf. 20.42, Eu.Luc.9.33
•separarse, divorciarse γυνὴ ... διαχωρισθεῖσα I.AI 15.259.
2 en mitos creacionales separarse, producirse o proceder por separación αἰθὴρ ... ὅτε ... διεχωρίζετο cuando se separó el Éter (como elemento definido), Ar.Th.14, διακεχώρισται ... ἀπ' ἀλλήλων ἥ τε γῆ καὶ τὸ ὕδωρ Corp.Herm.1.11, cf. Hippol.Haer.5.27.3, en teol. (οὐδὲ μιᾶς ἐνεργείας) τὸ ἅγιον πνεῦμα διακεχώρισται Gr.Nyss.Trin.13.19
•en v. act. ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός LXX Ge.1.14, cf. 18, ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος LXX Ge.1.6.
3 perf. haber diferencia, ser diferente οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς ... καὶ τὸ ἐριστικῶς ... ποιεῖσθαι ... τοὺς λόγους Pl.Phlb.17a.
4 disiparse ἥ τε ὀδύνη Hp.Vid.Ac.9.
English (Thayer)
to separate thoroughly or wholly (cf. διά, C. 2) (Aristophanes, Xenophon, Plato, others; the Sept.). Passive present διαχωρίζομαι (in a reflexive sense) cf. ἀποχωρίζω) to separate oneself, depart, (Diodorus 4,53): ἀπό τίνος, Luke 9:33.