ὄξος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[vinagre]] | |esgtx=[[vinagre]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[ὀξύς]]; [[vinegar]], i.e. [[sour]] [[wine]]: [[vinegar]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
εος, τό
A, (ὀξύς) poor wine, 'vin ordinaire', Ar.Ach.35 ; κοτύλας τέτταρας ὄξους Δεκελικοῦ Alex.285, cf. X.An.2.3.14, POxy.1275.20 (iii A. D.) ; cf. ὀξίνης 1. 2 vinegar made therefrom, IG12.334.4, A.Ag.322, Hp.Acut.61, Gal.11.413, etc.; ὑπώμνυτο ὁ μὲν οἶνος ὄ. αὑτὸν εἶναι γνήσιον, τὸ δ' ὄ. οἶνον αὑτό Eub.65; σφόδρ' ἐστὶν . . ὁ βίος οἴνῳ προσφερής· ὅταν ᾖ τὸ λοιπὸν μικρόν, ὄ. γίγνεται Antiph.240 ; ἐς τὰς ῥῖνας ὄ. ἐγχέων, as a mode of torture, Ar.Ra.620. 3 metaph., of a sour fellow, χὡνὴρ ὄ. ἅπαν Theoc.15.148.
German (Pape)
[Seite 351] τό, der Weinessig, von seiner Schärfe benannt; Aesch. Ag. 313; nach Ath. II c. 67 τοῦτο μόνον Ἀττικοὶ τῶν ἡδυσμάτων ἦδος καλοῦσι; Ar. Ach. 35; Σφήττιον, Plut. 720, öfter, wie Folgde. Bei Xen. An. 2, 3, 14 kommt auch ὄξος ἑψητὸν ἀπ ὸ τῶν φοινίκων vor, saurer Palmwein; vgl. Ath. XIV, 651 e, aus Pol.
Greek (Liddell-Scott)
ὄξος: -εος, τό, (ὀξύς), οἶνος ὄξινος ἢ ἐλαφρός, ἀδύνατος, vin-de-pays, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 35· κοτύλας τέτταρας ὄξους Δεκελεικοῦ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 20, πρβλ. Ξενοφ. Ἀν. 2. 3, 14, πρβλ. ὀξίνης Ι. 2) ὄξος ἐξ αὐτοῦ, «ξίδι», Ἱπποκρ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394, Αἰσχύλ. Ἀγ. 322, κτλ.· ὑπώμνυτο ὁ μὲν οἶνος ὄξος αὐτὸν εἶναι γνήσιον, τὸ δ᾿ ὄξος οἶνος.. Εὔβουλος ἐν «Μυλωθρίδι» 1· σφόδρ᾿ ἐστὶν … ὁ βίος οἴνῳ προσφερής· ὅταν ᾖ τὸ λοιπὸν μικρόν, ὄξος γίγνεται Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 68· ἐς τὰς ῥῖνας ὄξος ἐγχέων, τρόπος βασάνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 620. 3) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου δυστρόπου καὶ δριμέος, χὠνήρ ὄξος ἅπαν Θεόκρ. 15. 148.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
vinaigre de vin, vinaigre de vin de palmier.
Étymologie: ὀξύς.