περιεργάζομαι: Difference between revisions
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[περί]] and [[ἐργάζομαι]]; to [[work]] [[all]] [[around]], i.e. [[bustle]] [[about]] ([[meddle]]): be a [[busybody]]. | |strgr=from [[περί]] and [[ἐργάζομαι]]; to [[work]] [[all]] [[around]], i.e. [[bustle]] [[about]] ([[meddle]]): be a [[busybody]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=([[see]] [[περί]], III:2); to [[bustle]] [[about]] [[uselessly]], to [[busy]] [[oneself]] [[about]] [[trifling]], [[needless]], [[useless]] matters, ([[Herodotus]] 3,46; [[Plato]], Apology, p. 19b.; others): used [[apparently]] of a [[person]] officiously [[inquisitive]] [[about]] others' affairs (A. V. to be a [[busybody]]), [[Demosthenes]], p. 150,24 (cf. p. 805,4etc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:07, 28 August 2017
English (LSJ)
fut. -εργάσομαι, περίεργος)
A take more pains than enough about a thing, waste one's labour on it, c. part., περιεργάζοντο δοκέοντες πρῶτοι ἀνθρώπων γεγονέναι Hdt.2.15; Σωκράτης π. ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ οὐράνια Pl.Ap.19b; περιείργασμαι μὲν ἐγὼ περὶ τούτων εἰπὼν περιείργασται δ' ἡ πόλις ἡ πεισθεῖσ' ἐμοί D.18.72 : c. dat. modi, τῷ θυλάκῳ περιερλάσθαι that they had overdone it with their 'sack' (i.e. need not have used the word), Hdt.3.46; π. τοῖς σημείοις overact one's part, Arist.Po.1462a6; π. τῷ οἰκιδίῳ go to a needless expense with his house, Ael.VH4.11; οὐδὲ περιείργασται ἐν αὐτοῖς nor has he lavished useless pains upon... Luc.Herod.6 (but pf. in pass. sense, πλέον οὐδὲν περιείρλασται τῷ Θέωνι Ael.VH2.44). 2 c. acc., π. τι καινόν to be busy about 'some new thing', Ar.Ec.220; αἱ μέλιτται π. τὸ παιδίον Philostr.Im.2.12; meddle, interfere with, τὰ ἀλλότρια Chiloap.Stob. 3.1.172; τῶν κατὰ τὴν Ἰταλίαν οὐδέν Plb.18.51.2 : abs., to be a busybody, D.26.15, 32.28, Men.Epit.358, Lib.Ep.1068.3. 3 bargain, haggle, περὶ τῆς τιμῆς PCair.Zen.393.5 (iii B. C.). 4 in good sense, elaborate, Men.Rh.p.394 S.,al. 5 investigate thoroughly, τὰ λεληθότα Jul.Or.7.217c, cf. Eun.Hist.p.250 D.; seek diligently, π. πόθεν ἡ εἴσοδος Zos.Alch.p.111 B. 6 ταῦτα π. have this effect, of substances, Gal.18(1).484.
German (Pape)
[Seite 574] (s. ἐργάζομαι), Etwas mit Umsicht, Sorgfalt, Mühe thun, bes. Etwas mit Mühe betreiben, das der Mühe nicht werth ist, Nebendinge, unnütze, überhaupt solche Dinge treiben, um die man sich nicht bekümmern sollte, Her. 2, 15; τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι, mit dem Sacke, dem Vorzeigen desselben hätten sie etwas Ueberflüssiges gethan, 3, 46, εἰ μή τι καινὸν περιειργάζετο, Ar. Eccl. 220, Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν τὰ ὑπὸ γῆς, Plat. Apol. 19 b; περιεργαστέον, ich muß noch mehr thun, Antiph. 2 δ 3, auf das vorangehende ἐμὲ δὲ προσῆκεν οὐδὲν ἄλλο ἢ ἀπολογηθῆναι bezüglich; auch sich um fremde Angelegenheiten neugierig kümmern, εἰ δὲ σεσυκοφάντηκας, οὐ περιεργαζόμεθα, Dem. 32, 28, öfter; τὰ κατὰ τὴν Ἰταλίαν, sich in die italischen Angelegenheiten mengen, Pol. 18, 34, 2; Luc. Herod. 6; πλέον οὐδὲν αὐτῷ περιείργασται, pass., Ael. V. H. 2, 44.
Greek (Liddell-Scott)
περιεργάζομαι: μέλλ. -εργάσομαι· ὁ μέλλ. -εργασθήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Achmes Ὀνειρ. 231· (περίεργος)· ἀποθ., - ὡς καὶ νῦν, ἐξετάζω τι μετὰ περιττῆς ἐπιμελείας, δαπανῶ μάταιον κόπον δι’ αὐτό, μετὰ μετοχ., περιεργάζοντο δοκέοντες πρῶτοι ἀνθρώπων γεγονέναι Ἡρόδ. 2. 15· Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῇς καὶ τὰ ἐπουράνια Πλάτ. Ἀπολ. 19Β· περιείργασμαι μὲν ἐγὼ περὶ τούτων εἰπών, περιείργασται δ’ ἡ πόλις πεισθεῖσα ἐμοὶ Δημ. 248· 25· - μετὰ δοτ. τρόπου, τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι, μάτην μετεχειρίσθησαν τὸν «θύλακον» (δηλ. δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ εἴπωσι τὴν λέξιν), Ἡρόδ. 3. 46· π. τοῖς σημείοις, ἐνεργῶ πέραν τοῦ μέρους μου, Ἀριστ. Ποιητ. 26, 6· π. τῷ οἰκιδίῳ, μάταια δαπανῶ εἰς τὴν οἰκίαν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 11· οὕτω πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ., οὐδὲ περιείργασται ἐν αὐτοῖς, οὐδὲ ὑπάρχει τι περιττὸν ἐν αὐτοῖς, Λουκ. Ἡρόδ. 6, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 44· - μετ’ αἰτ., π. τι καινόν, ἀσχολοῦμαι περὶ νέον τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 200. 2) εἶμαι ἄνθρωπος περίεργος, ἀσχολοῦμαι εἰς ἄλλων ἀνθρώπων ὑποθέσεις, πολυπραγμονῶ, Δημ. 805, 4, πρβλ. 890. 5· π. τὰ κατὰ τὴν Ἰταλίαν, ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πράγματα τῆς Ἰταλίας, Πολύβ. 18, 34, 2. - Κατὰ Φώτ.: «περιεργάζεσθαι· πολυπραγμονεῖν».
French (Bailly abrégé)
travailler avec trop de soin, prendre un soin superflu τινι, ἔν τινι, τι en qch.
Étymologie: περί, ἐργάζομαι.
English (Strong)
from περί and ἐργάζομαι; to work all around, i.e. bustle about (meddle): be a busybody.
English (Thayer)
(see περί, III:2); to bustle about uselessly, to busy oneself about trifling, needless, useless matters, (Herodotus 3,46; Plato, Apology, p. 19b.; others): used apparently of a person officiously inquisitive about others' affairs (A. V. to be a busybody), Demosthenes, p. 150,24 (cf. p. 805,4etc.).